πελιός: Difference between revisions
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
(13_4) |
(6_4) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0551.png Seite 551]] schwärzlich, schwarzblau, bes. von der Farbe einer mit Blut unterlaufenen Stelle, VLL. (bei Phot. wie Moeris πέλιος). Vgl. Dem. 47, 59, ἀμυχὰς δ' ἐν τῷ τραχήλῳ εἶχεν ἀγχομένη, πελιὸν δὲ τὸ οτῆθος; von Moeris für hellenistisch erkl. Vgl. [[πολιός]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0551.png Seite 551]] schwärzlich, schwarzblau, bes. von der Farbe einer mit Blut unterlaufenen Stelle, VLL. (bei Phot. wie Moeris πέλιος). Vgl. Dem. 47, 59, ἀμυχὰς δ' ἐν τῷ τραχήλῳ εἶχεν ἀγχομένη, πελιὸν δὲ τὸ οτῆθος; von Moeris für hellenistisch erkl. Vgl. [[πολιός]]. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''πελιός''': -ά, -όν, (πελός, [[πελλός]]), [[κυρίως]] ἐπὶ μερῶν τοῦ σώματος προσλαβόντων [[χρῶμα]] μελανίζον [[ἕνεκα]] συσσωρεύσεως αἵματος ἐκ διαρραγέντων αἱματικῶν ἀγγείων, [[ὑπομέλας]], μελανοκίτρινος, [[βλέφαρον]] πελιὸν Ἱππ. Προγν. 37. 29, πελιὸν δὲ τὸ [[στῆθος]] Δημ. 1157. 6· [[καθόλου]], [[μέλας]], [[μαῦρος]] Νικ. Θ. 279. ([[Κατὰ]] τὸν τονισμὸν ὁμοιάζει πρὸς τὸ [[πολιός]], Ἀρκάδ. 41). ― [[Κατὰ]] Φώτ.: «πελιοί: μέλανες· ὠχροί», πρβλ. Ἡσύχ. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:21, 5 August 2017
English (LSJ)
ά, όν, (cf. πελλός) prop. of parts of the body,
A discoloured by extravasated blood, black and blue, livid, interpol. in Hp. Prog.2, D.47.59, Nic. Th. 279 ; π. νοῦσος Hp.Morb. 2.68 : generally, dark, dull, χρῶμα Thphr. HP 3.17.5. II πελιὸς ὁ πολιός Hdn. Gr.1.123. III πελίους, πελίας, v. πελείους.
German (Pape)
[Seite 551] schwärzlich, schwarzblau, bes. von der Farbe einer mit Blut unterlaufenen Stelle, VLL. (bei Phot. wie Moeris πέλιος). Vgl. Dem. 47, 59, ἀμυχὰς δ' ἐν τῷ τραχήλῳ εἶχεν ἀγχομένη, πελιὸν δὲ τὸ οτῆθος; von Moeris für hellenistisch erkl. Vgl. πολιός.
Greek (Liddell-Scott)
πελιός: -ά, -όν, (πελός, πελλός), κυρίως ἐπὶ μερῶν τοῦ σώματος προσλαβόντων χρῶμα μελανίζον ἕνεκα συσσωρεύσεως αἵματος ἐκ διαρραγέντων αἱματικῶν ἀγγείων, ὑπομέλας, μελανοκίτρινος, βλέφαρον πελιὸν Ἱππ. Προγν. 37. 29, πελιὸν δὲ τὸ στῆθος Δημ. 1157. 6· καθόλου, μέλας, μαῦρος Νικ. Θ. 279. (Κατὰ τὸν τονισμὸν ὁμοιάζει πρὸς τὸ πολιός, Ἀρκάδ. 41). ― Κατὰ Φώτ.: «πελιοί: μέλανες· ὠχροί», πρβλ. Ἡσύχ.