ἑλικτός: Difference between revisions

From LSJ

Καιροῦ τυχὼν καὶ πτωχὸς ἰσχύει μέγα → Mendicus etiam saepe valet in tempore → Zur rechten Zeit vermag sogar ein Bettler viel

Menander, Monostichoi, 281
(13_6a)
(6_10)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0797.png Seite 797]] p. auch εἱλ., gewunden, gedreht, gekrümmt (vgl. [[ἑλίσσω]]); H. h. Merc. 192 u. A.; sich schlängelnd, [[δράκων]] Soph. Tr. 12; [[κισσός]] Eur. Phoen. 652; πόδα κρούσω, vom Fuße des Tanzenden, El. 180; σύρνγξ Theocr. 1, 129; στέφανοι, werden als eine besondere Art Kränze aufgeführt, Ath. XV, 659 e; κλίμαξ, Wendeltreppe, V, 206 a. Uebertr., gewunden, trügerisch, Eur. Andr. 448; unklar, dunkel, Lycophr. 1466.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0797.png Seite 797]] p. auch εἱλ., gewunden, gedreht, gekrümmt (vgl. [[ἑλίσσω]]); H. h. Merc. 192 u. A.; sich schlängelnd, [[δράκων]] Soph. Tr. 12; [[κισσός]] Eur. Phoen. 652; πόδα κρούσω, vom Fuße des Tanzenden, El. 180; σύρνγξ Theocr. 1, 129; στέφανοι, werden als eine besondere Art Kränze aufgeführt, Ath. XV, 659 e; κλίμαξ, Wendeltreppe, V, 206 a. Uebertr., gewunden, trügerisch, Eur. Andr. 448; unklar, dunkel, Lycophr. 1466.
}}
{{ls
|lstext='''ἑλικτός''': ἡ, ον, ([[ἑλίσσω]]) γυριστός, συνεστραμμένος, [[βοῦς]] κεράεσσιν ἑλικτάς Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 192· [[δράκων]] Σοφ. Τρ. 12· κισσὸς Εὐρ. Φοίν. 651· [[στέφανος]] Χαιρήμ. παρ’ Ἀθην. 679F· βόστρυχος Θεοδέκτ. παρ’ Ἀθην. 454Ε· κλῖμαξ ἑλ., [[ἑλικοειδής]], Ἀθήν. 209Β· ἑλ. [[κύτος]], [[κιβώτιον]] [[μετὰ]] τροχῶν [[κάτωθεν]], Εὐρ. Ἴων. 40· ἑλικτὸν κρούειν [[πόδα]], ἐπὶ χορευτῶν (πρβλ. [[ἑλίσσω]] Ι), ὁ αὐτ. Ἠλ. 180· σῦριγξ περὶ [[χεῖλος]] ἑλικτὰ Θεόκρ. 1. 129. ἑλικτὰ ἢ μὴ ἑλικτά, ἐπὶ ἐντόμων, τὰ συγκαμπτόμενα ἢ μὴ συγκαμπτόμενα, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 6. 6., 4. 11. 17. ΙΙ. μεταφ., διεστραμμένος, οὐχὶ [[εὐθύς]], Εὐρ. Ἀνδρ. 448.· [[ἀσαφής]], [[σκοτεινός]], ἑλικτὰ κωτίλλουσα, συνεστραμμένα καὶ σκοτεινὰ λέγουσα, Λυκόφρ. 1466.
}}
}}

Revision as of 11:30, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑλικτός Medium diacritics: ἑλικτός Low diacritics: ελικτός Capitals: ΕΛΙΚΤΟΣ
Transliteration A: heliktós Transliteration B: heliktos Transliteration C: eliktos Beta Code: e(likto/s

English (LSJ)

(or εἱλ-), ή, όν,

   A rolled, twisted, wreathed, βοῦς κεράεσσιν ἑλικτάς h.Merc.192; δράκων S Tr.12, cf. Pae.Delph.19; κισσός E.Ph.652 codd. (lyr.); στέφανος Chaerem.7; βόστρυχος Theodect.6.4; κλῖμαξ ἑ. winding staircase, Callix.1; ἑ. κύτος a wheeled ark, E.Ion40; εἱλικτὸν κρούειν πόδα, of dancers (cf. ἑλίσσω 1.3), Id.El. 180 (lyr.); σῦριγξ περὶ χεῖλος ἑλικτά Theoc.1.129; ἑλικτά, of insects that can roll or double themselves up, Arist.PA682b24, 692a2: Comp. ἑλικτότερος Hsch.    II metaph., tortuous, not straightforward, ἑλικτὰ κοὐδὲν ὑγιές E.Andr.448; obscure, Lyc.1466.

German (Pape)

[Seite 797] p. auch εἱλ., gewunden, gedreht, gekrümmt (vgl. ἑλίσσω); H. h. Merc. 192 u. A.; sich schlängelnd, δράκων Soph. Tr. 12; κισσός Eur. Phoen. 652; πόδα κρούσω, vom Fuße des Tanzenden, El. 180; σύρνγξ Theocr. 1, 129; στέφανοι, werden als eine besondere Art Kränze aufgeführt, Ath. XV, 659 e; κλίμαξ, Wendeltreppe, V, 206 a. Uebertr., gewunden, trügerisch, Eur. Andr. 448; unklar, dunkel, Lycophr. 1466.

Greek (Liddell-Scott)

ἑλικτός: ἡ, ον, (ἑλίσσω) γυριστός, συνεστραμμένος, βοῦς κεράεσσιν ἑλικτάς Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 192· δράκων Σοφ. Τρ. 12· κισσὸς Εὐρ. Φοίν. 651· στέφανος Χαιρήμ. παρ’ Ἀθην. 679F· βόστρυχος Θεοδέκτ. παρ’ Ἀθην. 454Ε· κλῖμαξ ἑλ., ἑλικοειδής, Ἀθήν. 209Β· ἑλ. κύτος, κιβώτιον μετὰ τροχῶν κάτωθεν, Εὐρ. Ἴων. 40· ἑλικτὸν κρούειν πόδα, ἐπὶ χορευτῶν (πρβλ. ἑλίσσω Ι), ὁ αὐτ. Ἠλ. 180· σῦριγξ περὶ χεῖλος ἑλικτὰ Θεόκρ. 1. 129. ἑλικτὰ ἢ μὴ ἑλικτά, ἐπὶ ἐντόμων, τὰ συγκαμπτόμενα ἢ μὴ συγκαμπτόμενα, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 6. 6., 4. 11. 17. ΙΙ. μεταφ., διεστραμμένος, οὐχὶ εὐθύς, Εὐρ. Ἀνδρ. 448.· ἀσαφής, σκοτεινός, ἑλικτὰ κωτίλλουσα, συνεστραμμένα καὶ σκοτεινὰ λέγουσα, Λυκόφρ. 1466.