πεδιακός: Difference between revisions

From LSJ

Πονηρός ἐστι πᾶς ἀχάριστος ἄνθρωπος → Ingratus omnis homo non est, quin sit malus → Ein jeder Mensch, der Dankbarkeit nicht kennt, ist schlecht

Menander, Monostichoi, 456
(13_1)
(6_11)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0541.png Seite 541]] = [[πεδινός]], Sp., vgl. Harpocr.; οἱ πεδιακοί, die Partei der Ebene, Arist. pol. 5, 5, = [[πεδιεῖς]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0541.png Seite 541]] = [[πεδινός]], Sp., vgl. Harpocr.; οἱ πεδιακοί, die Partei der Ebene, Arist. pol. 5, 5, = [[πεδιεῖς]].
}}
{{ls
|lstext='''πεδιακός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς [[πεδίον]] ἢ ὁ ἐπὶ πεδίου.- [[Κατὰ]] τὸν Ἁρποκρ.: πεδιακά· Λυσίας ἐν τῷ κατὰ Φιλίππου ἐπιτροπῆς, εἰ [[γνήσιος]] ὁ [[λόγος]] ἐστί. Μοῖρα τῆς Ἀττικῆς ἐστιν, ἣ ἀπὸ τοῦ συμβεβηκότος ἐκαλεῖτο [[πεδίον]]. εἶχε δὲ καὶ προβάτων νομὰς καὶ τὰ [[ἐντεῦθεν]], ὡς ἔοικεν, ἐκαλεῖτο πεδιακά, [[ἔστε]] δὲ καὶ παρ’ἄλλοις ῥήτορσι [[τοὔνομα]]». ΙΙ. οἱ πεδιακοὶἐν Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 5, 9, ἄλλη δὲ (δηλ. [[στάσις]]) τῶν πεδιακῶν, οἳ τὴν ὀλιγαρχίαν ἐζήτουν ὁ αὐτ. ἐν Ἀθην. Πολ. σ. 18, 10 Blass. · οἱ πεδιεῖς, δηλ. οἱ πεδινοὶ οἱ ἀνθιστάμενοι πρὸς τὸν Πεισίστρατον (πρβλ. [[πάραλος]] ΙΙ), ἐκαλοῦντο δὲ καί, οἱ ἐκ τοῦ πεδίου Ἡρόδ. 1. 59 και, οἱ πεδιεῖς Πλουτ. Σόλων 13, Διογ. Λ. 1. 58 ([[ἔνθα]] πεδιαίων [[εἶναι]] ἡμαρτημ. γραφὴ ἀντὶ πεδιέων)· οἱ πεδιάσιοι παρὰ Φωτ. καὶ Σουΐδ. ἐν λέξ. Πάραλοι. - Πρβλ. [[πάραλος]] ΙΙ. - Ἴδε Κόντου Παρατηρήσεις εἰς Ἀριστοτ. Ἀθηναίων Πολιτ. ἐν ’Αθηνᾶς τ. Γ΄, σ. 345.
}}
}}

Revision as of 11:31, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεδῐᾰκός Medium diacritics: πεδιακός Low diacritics: πεδιακός Capitals: ΠΕΔΙΑΚΟΣ
Transliteration A: pediakós Transliteration B: pediakos Transliteration C: pediakos Beta Code: pediako/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or on the plain, τὰ π. Lys.Fr.238 S.    II π., οἱ, in Attica, party of the plain, Arist.Pol.1305a24,Ath.13.4 ; cf. πεδιάσιος, πεδιεῖς.

German (Pape)

[Seite 541] = πεδινός, Sp., vgl. Harpocr.; οἱ πεδιακοί, die Partei der Ebene, Arist. pol. 5, 5, = πεδιεῖς.

Greek (Liddell-Scott)

πεδιακός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς πεδίον ἢ ὁ ἐπὶ πεδίου.- Κατὰ τὸν Ἁρποκρ.: πεδιακά· Λυσίας ἐν τῷ κατὰ Φιλίππου ἐπιτροπῆς, εἰ γνήσιοςλόγος ἐστί. Μοῖρα τῆς Ἀττικῆς ἐστιν, ἣ ἀπὸ τοῦ συμβεβηκότος ἐκαλεῖτο πεδίον. εἶχε δὲ καὶ προβάτων νομὰς καὶ τὰ ἐντεῦθεν, ὡς ἔοικεν, ἐκαλεῖτο πεδιακά, ἔστε δὲ καὶ παρ’ἄλλοις ῥήτορσι τοὔνομα». ΙΙ. οἱ πεδιακοὶἐν Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 5, 9, ἄλλη δὲ (δηλ. στάσις) τῶν πεδιακῶν, οἳ τὴν ὀλιγαρχίαν ἐζήτουν ὁ αὐτ. ἐν Ἀθην. Πολ. σ. 18, 10 Blass. · οἱ πεδιεῖς, δηλ. οἱ πεδινοὶ οἱ ἀνθιστάμενοι πρὸς τὸν Πεισίστρατον (πρβλ. πάραλος ΙΙ), ἐκαλοῦντο δὲ καί, οἱ ἐκ τοῦ πεδίου Ἡρόδ. 1. 59 και, οἱ πεδιεῖς Πλουτ. Σόλων 13, Διογ. Λ. 1. 58 (ἔνθα πεδιαίων εἶναι ἡμαρτημ. γραφὴ ἀντὶ πεδιέων)· οἱ πεδιάσιοι παρὰ Φωτ. καὶ Σουΐδ. ἐν λέξ. Πάραλοι. - Πρβλ. πάραλος ΙΙ. - Ἴδε Κόντου Παρατηρήσεις εἰς Ἀριστοτ. Ἀθηναίων Πολιτ. ἐν ’Αθηνᾶς τ. Γ΄, σ. 345.