τυρεύω: Difference between revisions

From LSJ

Cras amet qui numquam amavit quique amavit cras amet → May he love tomorrow who has never loved before; And may he who has loved, love tomorrow as well.

Pervigilium Veneris
(c1)
(6_13b)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1164.png Seite 1164]] = Folgdm; Luc. asin. 31; in übertr. Bdtg, Dem. 19, 295.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1164.png Seite 1164]] = Folgdm; Luc. asin. 31; in übertr. Bdtg, Dem. 19, 295.
}}
{{ls
|lstext='''τῡρεύω''': μέλλ. -εύσω, (τυρὸς) ὡς τὸ [[τυρόω]], πηγνύω τὸ [[γάλα]] καὶ ποιῶ τυρόν, Α. Β. 308, 13, πρβλ. [[τυρέω]]. - Παθ., τυρεύεται τὸ [[γάλα]] Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 20, 14· καὶ ἀπροσ., τυρεύεται [[αὐτόθι]] 6. ΙΙ. μεταφορ., ἀναμιγνύω ὡς [[μετὰ]] τυροῦ, [[κατασκευάζω]] μᾶζαν ἢ [[μῖγμα]] ἔκ τινος, [[συγχέω]], συνταράττω, ὡς τὸ [[τυρβάζω]], καὶ [[κυκάω]], Δημ. 436. 5· πρβλ. [[τυρόω]] Ι. 2. 2) ἀναμιγνύω [[μετὰ]] δόλου καὶ πανουργίας, μηχανῶμαι, τεχνάζομαι, κακόν τινι τρ. Λουκ. Ὄνος 31· θάνατόν τινι Ἐκκλ.· μετ’ ἀπαρ., ῥᾳδιουργῶ μὲ σκοπὸν νά..., Εὐστ. Πονημάτ. 103. 33, πρβλ. Casaub. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 479. - Παθ., ἡ ἐπί τινι τυρευθεῖσα ἐπιβουλὴ Φίλων 2. 66.
}}
}}

Revision as of 11:33, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῡρεύω Medium diacritics: τυρεύω Low diacritics: τυρεύω Capitals: ΤΥΡΕΥΩ
Transliteration A: tyreúō Transliteration B: tyreuō Transliteration C: tyreyo Beta Code: tureu/w

English (LSJ)

(τυρός)

   A like τυρόω, make cheese, make into cheese, Com.Adesp.1173:—Pass., τυρεύεται τὸ γάλα Arist.HA522b2: impers., τυρεύεται cheese is made, ib.521b30.    II metaph. (cf. τυρόω 1.2), mix up cunningly, contrive by trickery and intrigue, κακόν τινι τ. Luc.Asin.31, cf. Nic.Dam.136.6J., Adam.1.3,17: abs., concoct mischief, D.19.295:—Pass., ἡ ἐπί τινι τυρευθεῖσα ἐπιβουλή Ph. 2.66.

German (Pape)

[Seite 1164] = Folgdm; Luc. asin. 31; in übertr. Bdtg, Dem. 19, 295.

Greek (Liddell-Scott)

τῡρεύω: μέλλ. -εύσω, (τυρὸς) ὡς τὸ τυρόω, πηγνύω τὸ γάλα καὶ ποιῶ τυρόν, Α. Β. 308, 13, πρβλ. τυρέω. - Παθ., τυρεύεται τὸ γάλα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 20, 14· καὶ ἀπροσ., τυρεύεται αὐτόθι 6. ΙΙ. μεταφορ., ἀναμιγνύω ὡς μετὰ τυροῦ, κατασκευάζω μᾶζαν ἢ μῖγμα ἔκ τινος, συγχέω, συνταράττω, ὡς τὸ τυρβάζω, καὶ κυκάω, Δημ. 436. 5· πρβλ. τυρόω Ι. 2. 2) ἀναμιγνύω μετὰ δόλου καὶ πανουργίας, μηχανῶμαι, τεχνάζομαι, κακόν τινι τρ. Λουκ. Ὄνος 31· θάνατόν τινι Ἐκκλ.· μετ’ ἀπαρ., ῥᾳδιουργῶ μὲ σκοπὸν νά..., Εὐστ. Πονημάτ. 103. 33, πρβλ. Casaub. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 479. - Παθ., ἡ ἐπί τινι τυρευθεῖσα ἐπιβουλὴ Φίλων 2. 66.