καλλιώνυμος: Difference between revisions
Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Anaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
(c1) |
(6_17) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1311.png Seite 1311]] schönnamig. – Ein Fisch, Arist. H. A. 8, 13 Ael. H. A. 13, 4. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1311.png Seite 1311]] schönnamig. – Ein Fisch, Arist. H. A. 8, 13 Ael. H. A. 13, 4. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''καλλιώνῠμος''': -ον, ἔχων ὡραῖον [[ὄνομα]]: ὡς οὐσιαστ., [[εἶδος]] ἰχθύος, [[οὐρανοσκόπος]], Ἱππ. 357. 43, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 13, 3, Μένανδρ. ἐν «Ἀνατιθεμένῃ» 2. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[καλλιώνυμος]]· [[εἶδος]] ἰχθύος. Μεταφέροντες δέ τινες τὴν λέξιν καὶ ἐπὶ τοῦ αἰδοίου ἔτασσον ἀνδρὸς καὶ γυναικός»· ὁ αὐτ. ἐν λέξ. [[ψαμμοδύτης]] λέγει: «ἰχθύς, ὃν καὶ καλλιώνυμον ὀνομάζουσιν». - Ὁ [[οὐρανοσκόπος]] κατὰ τὸν Κοραῆν, ὑπὸ μὲν τῶν Βυζαντίων νῦν καλεῖται [[βάτραχος]], ὑπὸ δὲ τῶν Σμυρναίων βοῦφος (χυδ. μποῦφος) κτλ. Ἴδε μακρὰν σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκράτ. σ. 68, 69 κἑξ. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:37, 5 August 2017
English (LSJ)
ον,
A with beautiful name: as Subst., a kind of fish, Uranoscopus scaber, Hp.Vict.2.48, Arist.HA598a11, Men.31, Anaxipp.2.2: sens. obsc., Com.Adesp.1023.
German (Pape)
[Seite 1311] schönnamig. – Ein Fisch, Arist. H. A. 8, 13 Ael. H. A. 13, 4.
Greek (Liddell-Scott)
καλλιώνῠμος: -ον, ἔχων ὡραῖον ὄνομα: ὡς οὐσιαστ., εἶδος ἰχθύος, οὐρανοσκόπος, Ἱππ. 357. 43, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 13, 3, Μένανδρ. ἐν «Ἀνατιθεμένῃ» 2. - Καθ’ Ἡσύχ.: «καλλιώνυμος· εἶδος ἰχθύος. Μεταφέροντες δέ τινες τὴν λέξιν καὶ ἐπὶ τοῦ αἰδοίου ἔτασσον ἀνδρὸς καὶ γυναικός»· ὁ αὐτ. ἐν λέξ. ψαμμοδύτης λέγει: «ἰχθύς, ὃν καὶ καλλιώνυμον ὀνομάζουσιν». - Ὁ οὐρανοσκόπος κατὰ τὸν Κοραῆν, ὑπὸ μὲν τῶν Βυζαντίων νῦν καλεῖται βάτραχος, ὑπὸ δὲ τῶν Σμυρναίων βοῦφος (χυδ. μποῦφος) κτλ. Ἴδε μακρὰν σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκράτ. σ. 68, 69 κἑξ.