vexatious: Difference between revisions
From LSJ
Κρίνει φίλους ὁ καιρός, ὡς χρυσὸν τὸ πῦρ → Aurum probatur igne, amicus tempore → Der Zeitpunkt sondert Freunde, wie das Feuer Gold
m (Text replacement - "<b class="b2">Frag.</b>" to "''Frag.''") |
m (Text replacement - "<b class="b2">Hec.</b>" to "''Hec.''") |
||
Line 4: | Line 4: | ||
P. and V. [[βαρύς]], [[ὀχληρός]], [[δυσχερής]], [[λυπηρός]], [[ἀνιαρός]], [[κακός]], [[ἐπαχθής]], [[προσάντης]] (Plat.), Ar. and P. [[χαλεπός]], [[ἐπίπονος]], P. [[πραγματώδης]], V. [[ἀχθεινός]] (also Xen. but rare P.), [[ἐμβριθής]] (Soph., ''Frag.''), παλύπονος, [[δυσπόνητος]], [[λυπρός]], [[δύσφορος]] (also Xen. but rare P.). | P. and V. [[βαρύς]], [[ὀχληρός]], [[δυσχερής]], [[λυπηρός]], [[ἀνιαρός]], [[κακός]], [[ἐπαχθής]], [[προσάντης]] (Plat.), Ar. and P. [[χαλεπός]], [[ἐπίπονος]], P. [[πραγματώδης]], V. [[ἀχθεινός]] (also Xen. but rare P.), [[ἐμβριθής]] (Soph., ''Frag.''), παλύπονος, [[δυσπόνητος]], [[λυπρός]], [[δύσφορος]] (also Xen. but rare P.). | ||
<b class="b2">Things vexatious to the spirit</b>: V. καρδίας δηκτήρια (Eur., | <b class="b2">Things vexatious to the spirit</b>: V. καρδίας δηκτήρια (Eur., ''Hec.'' 235). | ||
}} | }} |
Revision as of 11:51, 7 August 2017
English > Greek (Woodhouse)
adj.
P. and V. βαρύς, ὀχληρός, δυσχερής, λυπηρός, ἀνιαρός, κακός, ἐπαχθής, προσάντης (Plat.), Ar. and P. χαλεπός, ἐπίπονος, P. πραγματώδης, V. ἀχθεινός (also Xen. but rare P.), ἐμβριθής (Soph., Frag.), παλύπονος, δυσπόνητος, λυπρός, δύσφορος (also Xen. but rare P.).
Things vexatious to the spirit: V. καρδίας δηκτήρια (Eur., Hec. 235).