μυλήφατος: Difference between revisions
From LSJ
Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.
(6_15) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μῠλήφᾰτος''': -ον, ([[φένω]], πέφαμαι) μυλότριπτος, ἀληλεσμένος, [[εἴκοσι]]... μέτρα μυληφάτου ἀλφίτου ἀκτῆς Ὀδ. Β. 355, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1073, Λυκόφρ. 578. | |lstext='''μῠλήφᾰτος''': -ον, ([[φένω]], πέφαμαι) μυλότριπτος, ἀληλεσμένος, [[εἴκοσι]]... μέτρα μυληφάτου ἀλφίτου ἀκτῆς Ὀδ. Β. 355, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1073, Λυκόφρ. 578. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />écrasé par la meule.<br />'''Étymologie:''' [[μύλη]], πέφνειν. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:21, 9 August 2017
English (LSJ)
ον, (θείνω)
A bruised in a mill, εἴκοσι . . μέτρα μυληφάτου ἀλφίτου ἀκτῆς Od. 2.355, cf. A.R.1.1073, Lyc.578.
German (Pape)
[Seite 217] (φάω, πέφαμαι), von der Mühle zermalmt, zermahlen; ἄλφιτον, Od. 2, 355; Ap. Rh. 1, 1073; vgl. Plut. Qu. Rom. 109.
Greek (Liddell-Scott)
μῠλήφᾰτος: -ον, (φένω, πέφαμαι) μυλότριπτος, ἀληλεσμένος, εἴκοσι... μέτρα μυληφάτου ἀλφίτου ἀκτῆς Ὀδ. Β. 355, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1073, Λυκόφρ. 578.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
écrasé par la meule.
Étymologie: μύλη, πέφνειν.