μυλήφατος: Difference between revisions

From LSJ

Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.

Horace, Epistles 1.34
(6_15)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μῠλήφᾰτος''': -ον, ([[φένω]], πέφαμαι) μυλότριπτος, ἀληλεσμένος, [[εἴκοσι]]... μέτρα μυληφάτου ἀλφίτου ἀκτῆς Ὀδ. Β. 355, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1073, Λυκόφρ. 578.
|lstext='''μῠλήφᾰτος''': -ον, ([[φένω]], πέφαμαι) μυλότριπτος, ἀληλεσμένος, [[εἴκοσι]]... μέτρα μυληφάτου ἀλφίτου ἀκτῆς Ὀδ. Β. 355, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1073, Λυκόφρ. 578.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />écrasé par la meule.<br />'''Étymologie:''' [[μύλη]], πέφνειν.
}}
}}

Revision as of 19:21, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠλήφᾰτος Medium diacritics: μυλήφατος Low diacritics: μυλήφατος Capitals: ΜΥΛΗΦΑΤΟΣ
Transliteration A: mylḗphatos Transliteration B: mylēphatos Transliteration C: mylifatos Beta Code: mulh/fatos

English (LSJ)

ον, (θείνω)

   A bruised in a mill, εἴκοσι . . μέτρα μυληφάτου ἀλφίτου ἀκτῆς Od. 2.355, cf. A.R.1.1073, Lyc.578.

German (Pape)

[Seite 217] (φάω, πέφαμαι), von der Mühle zermalmt, zermahlen; ἄλφιτον, Od. 2, 355; Ap. Rh. 1, 1073; vgl. Plut. Qu. Rom. 109.

Greek (Liddell-Scott)

μῠλήφᾰτος: -ον, (φένω, πέφαμαι) μυλότριπτος, ἀληλεσμένος, εἴκοσι... μέτρα μυληφάτου ἀλφίτου ἀκτῆς Ὀδ. Β. 355, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1073, Λυκόφρ. 578.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
écrasé par la meule.
Étymologie: μύλη, πέφνειν.