ὑπερεκπερισσοῦ: Difference between revisions

From LSJ

ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water

Source
(6_6)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπερεκπερισσοῦ''': Ἐπίρρ., [[κάλλιον]] φέρεται διῃρημένον, [[ὑπὲρ]] ἐκ περισσοῦ, [[μετὰ]] πλείστης ἀφθονίας, ἀφθονώτατα, Ἐπιστ. π. Ἐφεσ. γ΄, 20., πρὸς Θεσσ. α΄, κεφ. γ΄, 10 ([[μετὰ]] διαφ. γραφ. ὑπερεκπερισσῶς, ὡς ἐν Κλήμ. Ρώμ. 1. 20) [[ἐντεῦθεν]] Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, τ. 11, 653Α, σχηματίζει [[ῥῆμα]] ὑπερεκπερισσεύω, [[ὑπερπερισσεύω]].
|lstext='''ὑπερεκπερισσοῦ''': Ἐπίρρ., [[κάλλιον]] φέρεται διῃρημένον, [[ὑπὲρ]] ἐκ περισσοῦ, [[μετὰ]] πλείστης ἀφθονίας, ἀφθονώτατα, Ἐπιστ. π. Ἐφεσ. γ΄, 20., πρὸς Θεσσ. α΄, κεφ. γ΄, 10 ([[μετὰ]] διαφ. γραφ. ὑπερεκπερισσῶς, ὡς ἐν Κλήμ. Ρώμ. 1. 20) [[ἐντεῦθεν]] Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, τ. 11, 653Α, σχηματίζει [[ῥῆμα]] ὑπερεκπερισσεύω, [[ὑπερπερισσεύω]].
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />surabondamment.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[ἐκ]], [[περισσός]].
}}
}}

Revision as of 19:24, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερεκπερισσοῦ Medium diacritics: ὑπερεκπερισσοῦ Low diacritics: υπερεκπερισσού Capitals: ΥΠΕΡΕΚΠΕΡΙΣΣΟΥ
Transliteration A: hyperekperissoû Transliteration B: hyperekperissou Transliteration C: yperekperissoy Beta Code: u(perekperissou=

English (LSJ)

Adv.

   A superabundantly, Ep.Eph.3.20, 1 Ep.Thess.3.10 (v.l. ὑπερεκπερισσῶς).

German (Pape)

[Seite 1194] adv., statt ὑπὲρ ἐκ περισσοῦ, mehr als überflüssig, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερεκπερισσοῦ: Ἐπίρρ., κάλλιον φέρεται διῃρημένον, ὑπὲρ ἐκ περισσοῦ, μετὰ πλείστης ἀφθονίας, ἀφθονώτατα, Ἐπιστ. π. Ἐφεσ. γ΄, 20., πρὸς Θεσσ. α΄, κεφ. γ΄, 10 (μετὰ διαφ. γραφ. ὑπερεκπερισσῶς, ὡς ἐν Κλήμ. Ρώμ. 1. 20) ἐντεῦθεν Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, τ. 11, 653Α, σχηματίζει ῥῆμα ὑπερεκπερισσεύω, ὑπερπερισσεύω.

French (Bailly abrégé)

adv.
surabondamment.
Étymologie: ὑπέρ, ἐκ, περισσός.