ὑπερεκπερισσοῦ
Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλος → Life is not worth living if you do not have at least one friend.
English (LSJ)
Adv. superabundantly, Ep.Eph.3.20, 1 Ep.Thess.3.10 (v.l. ὑπερεκπερισσῶς).
German (Pape)
[Seite 1194] adv., statt ὑπὲρ ἐκ περισσοῦ, mehr als überflüssig, N.T.
French (Bailly abrégé)
adv.
surabondamment;
NT: plus sérieusement, dans le plus grand respect.
Étymologie: ὑπέρ, ἐκ, περισσός.
Russian (Dvoretsky)
ὑπερεκπερισσοῦ: adv. тж. раздельно гораздо больше, чем вдоволь, т. е. бесконечно много NT и бесконечно больше (τινος NT).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερεκπερισσοῦ: Ἐπίρρ., κάλλιον φέρεται διῃρημένον, ὑπὲρ ἐκ περισσοῦ, μετὰ πλείστης ἀφθονίας, ἀφθονώτατα, Ἐπιστ. π. Ἐφεσ. γ΄, 20., πρὸς Θεσσ. α΄, κεφ. γ΄, 10 (μετὰ διαφ. γραφ. ὑπερεκπερισσῶς, ὡς ἐν Κλήμ. Ρώμ. 1. 20) ἐντεῦθεν Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, τ. 11, 653Α, σχηματίζει ῥῆμα ὑπερεκπερισσεύω, ὑπερπερισσεύω.
English (Thayer)
(ὑπερεκπερισσῶς) (ὑπερεκχύνω) (ὑπερεκύννω, L T Tr WH; see ἐκχέω, at the beginning); to pour out beyond measure; passive, to overflow, run over, (Vulg. supereffluo): Alex., etc.). (Not found elsewhere.)
Greek Monolingual
Μ. επίρρ. με πάρα πολύ, με τη μέγιστη δυνατή αφθονία («ὑπερκπερισσοῦ δεόμενοι εἰς τὸ ἰδεῖν ὑμῶν τὸ πρόσωπον», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + ἐκ + περισσός + επιρρμ. κατάλ. -οῦ].
Greek Monotonic
ὑπερεκπερισσοῦ: επίρρ., = ὑπὲρ ἐκ περισσοῦ, αφθονώτατα, πληθωρικά, πλουσίως, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
super-abundantly, NTest.
Chinese
原文音譯:ØperekcÚnw 虛胚而-誒克-虛挪
詞類次數:動詞(1)
原文字根:在上-出-流
字義溯源:溢流,傾倒出來,上尖下流,流溢著;由(ὑπέρ / ὑπερεγώ)*=在上,過於)與(ἐκχέω / ἐκχύννομαι)=流出來)組成,其中 (ἐκχέω / ἐκχύννομαι)又由(ἐκ / ἐκπερισσῶς / ἐκφωνέω)*=出)與(Χερούβ)X*=灌注,流出)組成
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編:
1) 流溢著(1) 路6:38