ἀκροσφαλής: Difference between revisions
Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας, καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι, ζωὴν χαρισάμενος → Christ is risen from the dead, trampling down death by death, and upon those in the tombs bestowing life
(6_7) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀκροσφᾰλής''': -ές, ([[σφάλλω]]) ὑποκείμενος εἰς τὸ σφάλλεσθαι, προσπταίειν, [[ἀσταθής]], Πλούτ. 2. 713Β· ἀκρ. πρὸς ὑγίειαν = [[ἐπισφαλής]], Πλάτ. Πολ. 404Β: - οὕτω καὶ ἐν ἐπιρρ., ἀκροσφαλῶς ἔχειν, Πλούτ. 2. 682D. II. ἐνεργ., ἱκανὸς νὰ καταρρίψῃ τινά, [[ὀλισθηρός]], ἐπικίνδυνος, Πολύβ. 9. 19, 7. | |lstext='''ἀκροσφᾰλής''': -ές, ([[σφάλλω]]) ὑποκείμενος εἰς τὸ σφάλλεσθαι, προσπταίειν, [[ἀσταθής]], Πλούτ. 2. 713Β· ἀκρ. πρὸς ὑγίειαν = [[ἐπισφαλής]], Πλάτ. Πολ. 404Β: - οὕτω καὶ ἐν ἐπιρρ., ἀκροσφαλῶς ἔχειν, Πλούτ. 2. 682D. II. ἐνεργ., ἱκανὸς νὰ καταρρίψῃ τινά, [[ὀλισθηρός]], ἐπικίνδυνος, Πολύβ. 9. 19, 7. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> sujet à tomber, chancelant, <i>avec</i> [[πρός]] et l’acc.;<br /><b>2</b> enclin à.<br />'''Étymologie:''' [[ἄκρος]], [[σφάλλω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:24, 9 August 2017
English (LSJ)
ές, (σφάλλω)
A apt to trip, unsteady, Plu.2.713b; ἀ. πρὸς ὑγίειαν precarious in health, Pl.R.404b; ἀ. οὐσίαι insecure, Phld.Oec.p.47 J.; ψυχὴ ἐν εὐτυχίᾳ ἀ. Max.Tyr.5.2. Adv. -ῶς, διακεῖσθαι Phld.Oec.p.49 J.; ἔχειν Plu. 2.682d. II Act., apt to throw down, slippery, dangerous, Plb. 9.19.7.
German (Pape)
[Seite 85] ές, 1) zum Fallen geneigt, ἴχνος Nic. Al. 242; mit εὐκίνητος verb. Plut. S. N. V. 19; gew. übertr., πρὸς ὑγίειαν Plat. Rep. III, 404 b, von wankender Gesundheit; πρὸς ὀργήν, zum Zorne geneigt, Plut. de adul. et am. 41; πρὸς πάθος Symp. 1, 4. – 2) zum Fallen bringend, von Leitern, Polyb. 9, 19, 7. – Adv. -λῶς, z. B. ἔχειν Plut. Symp. 5, 7, 5.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκροσφᾰλής: -ές, (σφάλλω) ὑποκείμενος εἰς τὸ σφάλλεσθαι, προσπταίειν, ἀσταθής, Πλούτ. 2. 713Β· ἀκρ. πρὸς ὑγίειαν = ἐπισφαλής, Πλάτ. Πολ. 404Β: - οὕτω καὶ ἐν ἐπιρρ., ἀκροσφαλῶς ἔχειν, Πλούτ. 2. 682D. II. ἐνεργ., ἱκανὸς νὰ καταρρίψῃ τινά, ὀλισθηρός, ἐπικίνδυνος, Πολύβ. 9. 19, 7.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 sujet à tomber, chancelant, avec πρός et l’acc.;
2 enclin à.
Étymologie: ἄκρος, σφάλλω.