πρεπόντως: Difference between revisions

From LSJ

Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...

Source
(6_6)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πρεπόντως''': ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεστ. τοῦ [[πρέπω]], κατὰ πρέποντα τρόπον, [[προσηκόντως]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 687· ὡς πρέπει, [[χαριέντως]], ἐπιχαρίτως, Πινδ. Ο. 3. 16. 2) [[μετὰ]] δοτ., κατὰ τρόπον ἁρμόζοντα εἰς..., σαυτῇ καὶ τῇ πατρίδι πρ. Πλάτ. Νόμ. 699D, πρβλ. 835Β· [[μετὰ]] γεν., ὡς τὸ [[ἀξίως]], πρ. τῶν πραξόντων ὁ αὐτ. ἐν Μενεξ. 239C.
|lstext='''πρεπόντως''': ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεστ. τοῦ [[πρέπω]], κατὰ πρέποντα τρόπον, [[προσηκόντως]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 687· ὡς πρέπει, [[χαριέντως]], ἐπιχαρίτως, Πινδ. Ο. 3. 16. 2) [[μετὰ]] δοτ., κατὰ τρόπον ἁρμόζοντα εἰς..., σαυτῇ καὶ τῇ πατρίδι πρ. Πλάτ. Νόμ. 699D, πρβλ. 835Β· [[μετὰ]] γεν., ὡς τὸ [[ἀξίως]], πρ. τῶν πραξόντων ὁ αὐτ. ἐν Μενεξ. 239C.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />décemment, convenablement.<br />'''Étymologie:''' [[πρέπων]] part. prés. de [[πρέπω]].
}}
}}

Revision as of 19:25, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρεπόντως Medium diacritics: πρεπόντως Low diacritics: πρεπόντως Capitals: ΠΡΕΠΟΝΤΩΣ
Transliteration A: prepóntōs Transliteration B: prepontōs Transliteration C: prepontos Beta Code: prepo/ntws

English (LSJ)

Adv. part. of πρέπω,

   A fitly, meetly, A.Ag.687 (lyr.); gracefully, Pi.O.3.9, Th.4.126.    2 c. dat., in a manner befitting, suitably to, σαυτῷ τε καὶ τῇ πατρίδι π. Pl.Lg.699d, cf. 835b: c. gen., in a manner worthy of, π. τῶν πραξάντων Id.Mx.239c.

German (Pape)

[Seite 697] adv. part. praes. von πρέπω, auf geziemende od. schickliche Art; Pind. Ol. 3, 9; Aesch. Ag. 673; Eur. Rhes. 202; u. in Prosa: ὡς πρεπόντως τοῦ νεανίσκου εἰπόντος, Plat. Conv. 198 a, σαυτῷ καὶ τῇ πατρίδι πρεπόντως, Legg. III, 699 a, u. sonst.

Greek (Liddell-Scott)

πρεπόντως: ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεστ. τοῦ πρέπω, κατὰ πρέποντα τρόπον, προσηκόντως, Αἰσχύλ. Ἀγ. 687· ὡς πρέπει, χαριέντως, ἐπιχαρίτως, Πινδ. Ο. 3. 16. 2) μετὰ δοτ., κατὰ τρόπον ἁρμόζοντα εἰς..., σαυτῇ καὶ τῇ πατρίδι πρ. Πλάτ. Νόμ. 699D, πρβλ. 835Β· μετὰ γεν., ὡς τὸ ἀξίως, πρ. τῶν πραξόντων ὁ αὐτ. ἐν Μενεξ. 239C.

French (Bailly abrégé)

adv.
décemment, convenablement.
Étymologie: πρέπων part. prés. de πρέπω.