πάμφορος: Difference between revisions
τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.
(6_18) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πάμφορος''': -ον, ὁ τὰ πάντα φέρων, γονιμώτατος, Λατ. οmnium ferax, χώρῃ παμφορωτέρη Ἡρόδ. 7. 8, 1, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 704 C. [[γαῖα]] Αἰσχύλ. Πέρσ. 618. ὁ φίλος καλεῖται παμφορώτατον [[κτῆμα]] ἐν Ξεν. Ἀπομν. 2. 4, 7. II. ὁ τὰ πάντα φέρων μεθ’ [[ἑαυτοῦ]], παμφόρῳ χεράδι, «[[ἤτοι]] τῷ κοπρώδει φορητῷ» (Σχόλ.), Πινδ. Π. 6. 13. | |lstext='''πάμφορος''': -ον, ὁ τὰ πάντα φέρων, γονιμώτατος, Λατ. οmnium ferax, χώρῃ παμφορωτέρη Ἡρόδ. 7. 8, 1, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 704 C. [[γαῖα]] Αἰσχύλ. Πέρσ. 618. ὁ φίλος καλεῖται παμφορώτατον [[κτῆμα]] ἐν Ξεν. Ἀπομν. 2. 4, 7. II. ὁ τὰ πάντα φέρων μεθ’ [[ἑαυτοῦ]], παμφόρῳ χεράδι, «[[ἤτοι]] τῷ κοπρώδει φορητῷ» (Σχόλ.), Πινδ. Π. 6. 13. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui produit tout, fertile en productions de toute sorte ; bienfaisant, précieux;<br /><i>Cp.</i> παμφορώτερος.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶν]], [[φέρω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:25, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A all-bearing, all-productive, χώρη παμφορωτέρη Hdt. 7.8.ά, cf. Hp.Coac.502, Pl.Lg.704c, Thphr.HP3.2.6; γαῖα A.Pers.618; ἔτος Orph.Fr.251; παμφορώτατον κτῆμα ὃ καλεῖται φίλος X.Mem.2.4.7. II bearing all things with it, π. χέραδος a mixed mass of rubbish, Pi.P.6.13: metaph., π. θεωρήματα Pall.in Hp.2.114 D.
German (Pape)
[Seite 455] Alles tragend, alle Früchte hervorbringend, fruchtbar; γαῖα, Aesch. Pers. 611; χώρη, Her. 7, 8, 1; Plat. Critia. 110 e; χώραν παμφορωτάτην, Xen. Hell. 3, 2, 10, der auch den Freund παμφορώτατον κτῆμα nennt, Mem. 2, 4, 7; Sp., ἅμαξα, im eigtl. Sinne, Alles tragend, Theodorid. 18 (XI, 479); – χεράς, Geröll, mit dem Alles unter einander fortgerissen wird, Pind. P. 6, 13.
Greek (Liddell-Scott)
πάμφορος: -ον, ὁ τὰ πάντα φέρων, γονιμώτατος, Λατ. οmnium ferax, χώρῃ παμφορωτέρη Ἡρόδ. 7. 8, 1, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 704 C. γαῖα Αἰσχύλ. Πέρσ. 618. ὁ φίλος καλεῖται παμφορώτατον κτῆμα ἐν Ξεν. Ἀπομν. 2. 4, 7. II. ὁ τὰ πάντα φέρων μεθ’ ἑαυτοῦ, παμφόρῳ χεράδι, «ἤτοι τῷ κοπρώδει φορητῷ» (Σχόλ.), Πινδ. Π. 6. 13.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui produit tout, fertile en productions de toute sorte ; bienfaisant, précieux;
Cp. παμφορώτερος.
Étymologie: πᾶν, φέρω.