ἀπρόσιτος: Difference between revisions
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
(6_16) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπρόσῐτος''': -ον, [[ἀπροσπέλαστος]], [[ἀπλησίαστος]], ὄρη Πολύβ. 3. 49, 7· [[καταφυγὴ]] Διόδ. 19. 96: μεταφ., [[παρρησία]] Πλουτ. Ἀλκ. 4. - Ἐπίρρ. -τως Πλούτ. 2. 45F. | |lstext='''ἀπρόσῐτος''': -ον, [[ἀπροσπέλαστος]], [[ἀπλησίαστος]], ὄρη Πολύβ. 3. 49, 7· [[καταφυγὴ]] Διόδ. 19. 96: μεταφ., [[παρρησία]] Πλουτ. Ἀλκ. 4. - Ἐπίρρ. -τως Πλούτ. 2. 45F. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />inabordable, inaccessible.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[πρόσειμι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:25, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A unapproachable, inaccessible, ὄρη Plb.3.49.7, cf. Str. 1.3.18; φῶς 1 Ep.Ti.6.16; of persons, Cic.Att.5.20.6, cf. Plu.2.68e; καταφυγή D.S.19.96: metaph., λόγοις ἀ. παρρησία Plu.Alc.4; δύναμις τοῦ λόγου Luc.Dem.Enc.32. Adv. -τως Plu.2.45f.
German (Pape)
[Seite 339] unzugänglich, ὄρη, ἄνοδος, Pol. 3, 49, 7. 5, 24, 4; Luc. Dem. enc. 32. – Adv., Plut. de aud. 8.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπρόσῐτος: -ον, ἀπροσπέλαστος, ἀπλησίαστος, ὄρη Πολύβ. 3. 49, 7· καταφυγὴ Διόδ. 19. 96: μεταφ., παρρησία Πλουτ. Ἀλκ. 4. - Ἐπίρρ. -τως Πλούτ. 2. 45F.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
inabordable, inaccessible.
Étymologie: ἀ, πρόσειμι.