δυσαής: Difference between revisions
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
(6_7) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δυσᾱής''': -ές, ([[ἄημι]]) ὁ κακῶς πνέων, [[θυελλώδης]] ἐξ ἀνέμοιο δυσαέος Ἰλ. Ε. 865· Ζεφύροιο δ. Ψ. 200, καὶ Ὀδ.· ποιητ. γεν. πληθ., δυσαήων ἀντὶ δυσαέων, Ὀδ. Ν. 99. 2) [[καθόλου]], [[ὑπερβολικός]], δ. κρυμὸς Καλλ. εἰς Ἄρτ. 115· [[καῦμα]] Κόϊντ. Σμ. 13. 134· [[κῦμα]] Ἀνθ. Π. 7. 739. ΙΙ. κακὴν ὀσμὴν ἀποπνέων, Ὀππ. Κ. 3. 114. | |lstext='''δυσᾱής''': -ές, ([[ἄημι]]) ὁ κακῶς πνέων, [[θυελλώδης]] ἐξ ἀνέμοιο δυσαέος Ἰλ. Ε. 865· Ζεφύροιο δ. Ψ. 200, καὶ Ὀδ.· ποιητ. γεν. πληθ., δυσαήων ἀντὶ δυσαέων, Ὀδ. Ν. 99. 2) [[καθόλου]], [[ὑπερβολικός]], δ. κρυμὸς Καλλ. εἰς Ἄρτ. 115· [[καῦμα]] Κόϊντ. Σμ. 13. 134· [[κῦμα]] Ἀνθ. Π. 7. 739. ΙΙ. κακὴν ὀσμὴν ἀποπνέων, Ὀππ. Κ. 3. 114. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />au souffle violent <i>ou</i> funeste.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[ἄημι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:27, 9 August 2017
English (LSJ)
ές, (ἄημι)
A ill-blowing, stormy, ἀνέμοιο δυσαέος Il.5.865; Ζεφύροιο δ. 23.200, al.: poet. gen. pl. δυσαήων for δυσαέων, Od.13.99. 2 generally, excessive, δ. κρυμός Call.Dian.115; καῦμα Q.S.13.134; κῦμα AP7.739 (Phaedim.). II ill-smelling, of a seal, Opp.C.3.114; φάρμακα Id.H.4.662.
German (Pape)
[Seite 675] ές, 1) widrig wehend, entweder entgegen oder heftig wehend; Att. Prosa δύσπνοος, Scholl. Odyss. 12, 289 Ζεφύροιο δυσαέος: ἤγουν Λιβὸς δυσπνόου, Apoll. Lex. Hom. p. 60, 30 Δυσαέος· δυσπνόου. »βορέαο δυσαέος«. Wohin dies Citat gehört, ist undeutlich. Homer hat das Wort fünfmal: Odyss. 5, 295 Ζέφυρός τε δυσαής, Iliad 23, 200 Odyss. 12, 289 Ζεφύροιο δυσαέος, Iliad. 5, 865 ἀνέμοιο δυσαέος, Odyss. 13, 99 ἀνέμων δυσαήων. Vgl. ἀκραής, ἁλιαής, ζαής, ὑπεραής u. s. Herodian. Scholl. Iliad. 11, 297. – Sp. brauchen es von κρυμός, heftige Kälte, Callim. Dian. 115; καῦμα, Qu. Sm. 13, 134; κῦμα, Phaedim. 4 (VII, 739). – 2) übel riechend; φάρμακα, Opp. C. 3, 114.
Greek (Liddell-Scott)
δυσᾱής: -ές, (ἄημι) ὁ κακῶς πνέων, θυελλώδης ἐξ ἀνέμοιο δυσαέος Ἰλ. Ε. 865· Ζεφύροιο δ. Ψ. 200, καὶ Ὀδ.· ποιητ. γεν. πληθ., δυσαήων ἀντὶ δυσαέων, Ὀδ. Ν. 99. 2) καθόλου, ὑπερβολικός, δ. κρυμὸς Καλλ. εἰς Ἄρτ. 115· καῦμα Κόϊντ. Σμ. 13. 134· κῦμα Ἀνθ. Π. 7. 739. ΙΙ. κακὴν ὀσμὴν ἀποπνέων, Ὀππ. Κ. 3. 114.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
au souffle violent ou funeste.
Étymologie: δυσ-, ἄημι.