ὀπωρώνης: Difference between revisions

From LSJ
(6_19)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀπωρώνης''': -ου, ὁ, «ὁ τὰς ὀπώρας πωλῶν καὶ ἀγοράζων» (Σουΐδ.)· «ὀπωρώνας· τοὺς εἰς πρᾶσιν ὠνουμένους» (Ἡσύχ.) σῦκα καὶ [[βότρυς]] καὶ ἐλαίας συλλέγων, [[ὥσπερ]] [[ὀπωρώνης]] ἐκ τῶν ἀλλοτρίων χωρίων Δημ. 314. 14, Ἀρισταίν. 2. 1, πρβλ. [[ὀπωροπώλης]].
|lstext='''ὀπωρώνης''': -ου, ὁ, «ὁ τὰς ὀπώρας πωλῶν καὶ ἀγοράζων» (Σουΐδ.)· «ὀπωρώνας· τοὺς εἰς πρᾶσιν ὠνουμένους» (Ἡσύχ.) σῦκα καὶ [[βότρυς]] καὶ ἐλαίας συλλέγων, [[ὥσπερ]] [[ὀπωρώνης]] ἐκ τῶν ἀλλοτρίων χωρίων Δημ. 314. 14, Ἀρισταίν. 2. 1, πρβλ. [[ὀπωροπώλης]].
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />qui achète <i>ou</i> vend des fruits.<br />'''Étymologie:''' [[ὀπώρα]], [[ὠνέομαι]].
}}
}}

Revision as of 19:28, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀπωρώνης Medium diacritics: ὀπωρώνης Low diacritics: οπωρώνης Capitals: ΟΠΩΡΩΝΗΣ
Transliteration A: opōrṓnēs Transliteration B: opōrōnēs Transliteration C: oporonis Beta Code: o)pwrw/nhs

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A = ὀπωροπώλης (q. v.), D.18.262, Aristaenet.2.1, PLond.5.1794.6 (V A. D.).

German (Pape)

[Seite 365] ὁ, Obstpächter, auch Obsthändler, Dem. 18, 262; vgl. Lob. Phryn. 206.

Greek (Liddell-Scott)

ὀπωρώνης: -ου, ὁ, «ὁ τὰς ὀπώρας πωλῶν καὶ ἀγοράζων» (Σουΐδ.)· «ὀπωρώνας· τοὺς εἰς πρᾶσιν ὠνουμένους» (Ἡσύχ.) σῦκα καὶ βότρυς καὶ ἐλαίας συλλέγων, ὥσπερ ὀπωρώνης ἐκ τῶν ἀλλοτρίων χωρίων Δημ. 314. 14, Ἀρισταίν. 2. 1, πρβλ. ὀπωροπώλης.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui achète ou vend des fruits.
Étymologie: ὀπώρα, ὠνέομαι.