ὑπουργός: Difference between revisions
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
(6_19) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπουργός''': -όν, συνῃρ. ἀντὶ ὑποεργὸς (ὅ ἴδε), ὁ ὑπηρετῶν τινι, [[χρήσιμος]], βοηθός, [[βοηθητικός]], συντελεστικὸς [[πρός]] τι, τὸ δὲ καθῆσθαι καὶ ἡσυχίαν ἔχειν ἑώρων ὑπουργὸν ὂν τῷ τε ἀποπήγνυσθαι τὸ [[αἷμα]] καὶ τῷ ἀποσήπεσθαι τοὺς τῶν ποδών δακτύλους Ξεν. Ἀναβ. 5. 8, 15· [[μετὰ]] γεν. πράγμ., Πολύβ. 5. 89, 3· - οἱ ὑπουργοί, οἱ θεράποντες, οἱ ὑπηρέται, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 395· ὑπ. τινος, [[ὑπηρέτης]] εἴς τινα, Πολύβ. 30. 8, 4. - Ἐπίρρ. -γῶς, Ἀρισταίν. 1. 3. | |lstext='''ὑπουργός''': -όν, συνῃρ. ἀντὶ ὑποεργὸς (ὅ ἴδε), ὁ ὑπηρετῶν τινι, [[χρήσιμος]], βοηθός, [[βοηθητικός]], συντελεστικὸς [[πρός]] τι, τὸ δὲ καθῆσθαι καὶ ἡσυχίαν ἔχειν ἑώρων ὑπουργὸν ὂν τῷ τε ἀποπήγνυσθαι τὸ [[αἷμα]] καὶ τῷ ἀποσήπεσθαι τοὺς τῶν ποδών δακτύλους Ξεν. Ἀναβ. 5. 8, 15· [[μετὰ]] γεν. πράγμ., Πολύβ. 5. 89, 3· - οἱ ὑπουργοί, οἱ θεράποντες, οἱ ὑπηρέται, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 395· ὑπ. τινος, [[ὑπηρέτης]] εἴς τινα, Πολύβ. 30. 8, 4. - Ἐπίρρ. -γῶς, Ἀρισταίν. 1. 3. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ός, όν :<br />qui aide, qui assiste, qui rend service, secourable à, dat. <i>ou</i> gén. ; ὁ [[ὑπουργός]] serviteur : τινος de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[ἔργον]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:28, 9 August 2017
English (LSJ)
όν, contr. for ὑποεργός (q. v.),
A rendering service, serviceable, conducive to, τῷ ἀποπήγνυσθαι X.An.5.8.15: οἱ ὑ. the assistants, Hp.Acut.67, IG12.344.80, al., Plb.5.89.3; ὑ. τινός a servant of any one, PCair.Zen.176.220 (iii B. C.), LXX Jo.1.1, Plb.30.8.4; ὁρατῶν Hld.2.16. Adv. -γῶς Aristaenet.1.3 (parox. codd.), s.v.l.
German (Pape)
[Seite 1238] zsgz. = ὑποεργός, bei einer Arbeit Dienste od. Hülfe leistend, behülflich, Xen. An. 5, 8,15; τινός, Pol. 5, 89, 3; auch dienstfertig, gefällig. – Substantivisch, der Diener, Pol. 30, 8,4, neben ὑπηρέτης Luc. Alex. 5.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπουργός: -όν, συνῃρ. ἀντὶ ὑποεργὸς (ὅ ἴδε), ὁ ὑπηρετῶν τινι, χρήσιμος, βοηθός, βοηθητικός, συντελεστικὸς πρός τι, τὸ δὲ καθῆσθαι καὶ ἡσυχίαν ἔχειν ἑώρων ὑπουργὸν ὂν τῷ τε ἀποπήγνυσθαι τὸ αἷμα καὶ τῷ ἀποσήπεσθαι τοὺς τῶν ποδών δακτύλους Ξεν. Ἀναβ. 5. 8, 15· μετὰ γεν. πράγμ., Πολύβ. 5. 89, 3· - οἱ ὑπουργοί, οἱ θεράποντες, οἱ ὑπηρέται, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 395· ὑπ. τινος, ὑπηρέτης εἴς τινα, Πολύβ. 30. 8, 4. - Ἐπίρρ. -γῶς, Ἀρισταίν. 1. 3.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui aide, qui assiste, qui rend service, secourable à, dat. ou gén. ; ὁ ὑπουργός serviteur : τινος de qqn.
Étymologie: ὑπό, ἔργον.