ἔθος: Difference between revisions

From LSJ

τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions

Source
(6_6)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔθος''': -εος, τὸ (ἔθω) [[συνήθεια]], ἔθιμον, [[ἔθος]] τὸ [[πρόσθε]] τοκήων ([[ἔνθα]] [[εἶναι]] σχεδὸν ταυτόσημον τῇ λέξει [[ἦθος]]), Αἰσχύλ. Ἀγ. 728· τὸ σύνηθες ἔ. Σοφ. Φ. 894· ἀκολούθως συνηθέστατον παρὰ Πλάτ., Ἀριστ., κλ. ἔν τε τῷ ἑνικῷ καὶ τῷ πληθ.· ἐν ἔθει [[εἶναι]], ἔχειν τὴν συνήθειαν, Θουκ. 2. 64· [[ἔθος]] ἐστίν τινι, μετ’ ἀπαρ., Κρατῖν. ὁ Νεώτερος ἐν «Ταραντίνοις» 1, Ἄλεξ. ἐν «Φιλούσῃ» 1· [[ἔθος]] ἔχειν μετ’ ἀπαρ., Πλουτ. Θεμ. 4· ἔθει, κατ’ [[ἔθος]], κατὰ συνήθειαν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ φύσει, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 9, 6· δι’ [[ἔθος]] 7. 14, 4· ἐξ ἔθους 2. 1, 1· ἐν ἔθει ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 119.
|lstext='''ἔθος''': -εος, τὸ (ἔθω) [[συνήθεια]], ἔθιμον, [[ἔθος]] τὸ [[πρόσθε]] τοκήων ([[ἔνθα]] [[εἶναι]] σχεδὸν ταυτόσημον τῇ λέξει [[ἦθος]]), Αἰσχύλ. Ἀγ. 728· τὸ σύνηθες ἔ. Σοφ. Φ. 894· ἀκολούθως συνηθέστατον παρὰ Πλάτ., Ἀριστ., κλ. ἔν τε τῷ ἑνικῷ καὶ τῷ πληθ.· ἐν ἔθει [[εἶναι]], ἔχειν τὴν συνήθειαν, Θουκ. 2. 64· [[ἔθος]] ἐστίν τινι, μετ’ ἀπαρ., Κρατῖν. ὁ Νεώτερος ἐν «Ταραντίνοις» 1, Ἄλεξ. ἐν «Φιλούσῃ» 1· [[ἔθος]] ἔχειν μετ’ ἀπαρ., Πλουτ. Θεμ. 4· ἔθει, κατ’ [[ἔθος]], κατὰ συνήθειαν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ φύσει, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 9, 6· δι’ [[ἔθος]] 7. 14, 4· ἐξ ἔθους 2. 1, 1· ἐν ἔθει ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 119.
}}
{{bailly
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br />coutume, usage : [[ἐν]] [[ἔθει]] [[τῇ]] πόλει [[ἦν]] THC c’était la coutume de la cité ; [[ἔθος]] ἔχειν, avec l’inf. PLUT avoir l’habitude ; [[ἔθει]], d’habitude, habituellement ; κατὰ τὸ [[ἔθος]], [[ἐξ]] ἔθους, d’après la coutume.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ἔθω]].
}}
}}

Revision as of 19:29, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔθος Medium diacritics: ἔθος Low diacritics: έθος Capitals: ΕΘΟΣ
Transliteration A: éthos Transliteration B: ethos Transliteration C: ethos Beta Code: e)/qos

English (LSJ)

εος, τό, (ἔθω)

   A custom, habit, ἔ. τὸ πρόσθε τοκήων (but prob. f.l. for ἦθος) A.Ag.728 (lyr.); τὸ σύνηθες ἔ. S.Ph.894; εἰ τὸ ἔ. συνθήκη Pl.Cra.435a; πάτρια ἔ. Id.Plt.295a: prov., "ἔ., φασί, δευτέρη φύσις" Jul.Mis.353a; ἐν ἔθει τῇ πόλει εἶναι to be the habit, Th.2.64; ἔ. ἐστίν τινι, c. inf., Cratin.Jun.7.1, Alex.253; ἔθος ἔχειν, c. inf., Plu. Them.4; ἔθει by habit, habitually, opp. φύσει, Arist.EN1179b21; ἐν ἔθει Id.Fr.122; δι' ἔθος, opp. ἐκ γενετῆς, Id.EN1154a33; ἐξ ἔθους ib. 1103a17; κατὰ τὰ Ῥωμαίων ἔ. PSI3.182 (iii A. D.), etc. (σϝέθ-, cf. Lat. suesco; v. βεσόν.)

German (Pape)

[Seite 720] τό, die Gewohnheit, Sitte, der Brauch; ἀπέδειξεν ἔθος τὸ πρόσθε τοκήων, die von den Eltern angestammte Sitte, Sinnesart, Aesch. Ag. 710; τό τοι σύνηθες ὀρθώσει μ' ἔθος Soph. Phil. 882; vgl. Plat. Phaed. 82 b πολιτικὴ ἀρετὴ ἐξ ἔθους τε καὶ μελέτης γεγονυῖα ἄνευ φιλοσοφίας, die sich durch Gewohnheit von selbst bildet; καὶ ἀσκήσεις Rep. VII, 518 e; καὶ τὰ ἐπιτηδεύματα Phaedr. 253 a; ἐν ἔθει τῇ πόλει ἦν, die Stadt war gewohnt, Thuc. 2, 64; ἔθος ἔχειν, c. inf., die Gewohnheit haben zu, Plut. Them. 4; ἔθος ἐστί, Luc. Tim. 13; ἐν ἔθει γενέσθαι τινός, sich gewöhnen an, Hdn. 5, 5; τὰ μὴ ἐν ἔθει, das Ungewohnte, D. Hal. 6, 53; ἐξ ἔθους, gewöhnlich, Plut. Alex. 57.

Greek (Liddell-Scott)

ἔθος: -εος, τὸ (ἔθω) συνήθεια, ἔθιμον, ἔθος τὸ πρόσθε τοκήων (ἔνθα εἶναι σχεδὸν ταυτόσημον τῇ λέξει ἦθος), Αἰσχύλ. Ἀγ. 728· τὸ σύνηθες ἔ. Σοφ. Φ. 894· ἀκολούθως συνηθέστατον παρὰ Πλάτ., Ἀριστ., κλ. ἔν τε τῷ ἑνικῷ καὶ τῷ πληθ.· ἐν ἔθει εἶναι, ἔχειν τὴν συνήθειαν, Θουκ. 2. 64· ἔθος ἐστίν τινι, μετ’ ἀπαρ., Κρατῖν. ὁ Νεώτερος ἐν «Ταραντίνοις» 1, Ἄλεξ. ἐν «Φιλούσῃ» 1· ἔθος ἔχειν μετ’ ἀπαρ., Πλουτ. Θεμ. 4· ἔθει, κατ’ ἔθος, κατὰ συνήθειαν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ φύσει, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 9, 6· δι’ ἔθος 7. 14, 4· ἐξ ἔθους 2. 1, 1· ἐν ἔθει ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 119.

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
coutume, usage : ἐν ἔθει τῇ πόλει ἦν THC c’était la coutume de la cité ; ἔθος ἔχειν, avec l’inf. PLUT avoir l’habitude ; ἔθει, d’habitude, habituellement ; κατὰ τὸ ἔθος, ἐξ ἔθους, d’après la coutume.
Étymologie: cf. ἔθω.