σύγκλητος: Difference between revisions
Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist
(6_18) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σύγκλητος''': -ον, ὁ συγκεκλημένος [[ὁμοῦ]], συγκληθείς, [[στράτευμα]] διάφ. γραφ. ἐν Ψευδο-Εὐρ. Ι. Α. 301 (ἴδε [[σύγκλυς]]), σύγκλητον τήνδε γερόντων... λέσχην Σοφοκλ. Ἀντ. 159˙ οἱ σ., προσκεκλημένοι δαιτυμόνες, [[Πολυδ]]. Ϛ΄, 12. ΙΙ. σ. [[ἐκκλησία]], ἐν Ἀθήναις, ἰδιαιτέρα [[ἔκτακτος]] [[συνέλευσις]] ἣν συνεκάλει ὁ στρατηγὸς (ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰς συνήθεις (τακτικὰς) συνελεύσεις αἵτινες ἐκαλοῦντο αἱ κύριαι), Ψήφισμα παρὰ Δημ. 238. 2, πρβλ. 249. 12, καὶ Λεξ. Ἀρχαιοτ. 2) [[καθόλου]], [[σύγκλητος]] (δηλ. [[ἐκκλησία]]), ἡ, νομοθετικὸν [[σῶμα]], Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 1, 10˙ ἐν Ἄργει, Συλλ. Ἐπιγρ. 1124˙ ἐν Καρχηδόνι, Πολύβ. 10. 18, 1˙ καὶ ἐν τῇ συμπολιτείᾳ τῶν Ἀχαιῶν, ὁ αὐτ. 29. 9, 6˙ [[συχν]]. ἐπὶ τῆς Ρωμαϊκῆς γερουσίας, Senatus, ὁ αὐτ. 20. 12, 3, κ. ἀλλ.˙ [[ὡσαύτως]], ἐν Ἐπιγραφαῖς, [[οἷον]] Συλλ. Ἐπιγρ. 1711. 7., 2222, κ. ἀλλαχοῦ. | |lstext='''σύγκλητος''': -ον, ὁ συγκεκλημένος [[ὁμοῦ]], συγκληθείς, [[στράτευμα]] διάφ. γραφ. ἐν Ψευδο-Εὐρ. Ι. Α. 301 (ἴδε [[σύγκλυς]]), σύγκλητον τήνδε γερόντων... λέσχην Σοφοκλ. Ἀντ. 159˙ οἱ σ., προσκεκλημένοι δαιτυμόνες, [[Πολυδ]]. Ϛ΄, 12. ΙΙ. σ. [[ἐκκλησία]], ἐν Ἀθήναις, ἰδιαιτέρα [[ἔκτακτος]] [[συνέλευσις]] ἣν συνεκάλει ὁ στρατηγὸς (ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰς συνήθεις (τακτικὰς) συνελεύσεις αἵτινες ἐκαλοῦντο αἱ κύριαι), Ψήφισμα παρὰ Δημ. 238. 2, πρβλ. 249. 12, καὶ Λεξ. Ἀρχαιοτ. 2) [[καθόλου]], [[σύγκλητος]] (δηλ. [[ἐκκλησία]]), ἡ, νομοθετικὸν [[σῶμα]], Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 1, 10˙ ἐν Ἄργει, Συλλ. Ἐπιγρ. 1124˙ ἐν Καρχηδόνι, Πολύβ. 10. 18, 1˙ καὶ ἐν τῇ συμπολιτείᾳ τῶν Ἀχαιῶν, ὁ αὐτ. 29. 9, 6˙ [[συχν]]. ἐπὶ τῆς Ρωμαϊκῆς γερουσίας, Senatus, ὁ αὐτ. 20. 12, 3, κ. ἀλλ.˙ [[ὡσαύτως]], ἐν Ἐπιγραφαῖς, [[οἷον]] Συλλ. Ἐπιγρ. 1711. 7., 2222, κ. ἀλλαχοῦ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />convoqué, assemblé : [[σύγκλητος]] [[ἐκκλησία]] DÉM assemblée par convocation, <i>càd</i> extraordinaire (<i>p. opp. à</i> [[κυρία]]) ; ἡ [[σύγκλητος]] ([[βουλή]]) assemblée délibérante.<br />'''Étymologie:''' [[συγκαλέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:30, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A called together, summoned, στράτευμα E.IA 301 (lyr.); σύγκλητον τήνδε γερόντων . . λέσχην S.Ant.160 (anap.); οἱ σ. invited guests, Poll.6.12. II σ. ἐκκλησία at Athens, an assembly specially summoned, opp. κυρία, Decr. ap. D.18.37, cf. 73, IG22.945.5 (ii B.C.). 2 generally, σύγκλητος (sc. βουλή), ἡ, summoned council, opp. ἐκκλησία, Arist.Pol.1275b8; at Carthage, Plb.10.18.1; in the Achaean League, Id.29.24.6, IG7.411.13 (Oropus, ii B.C.); freq. of the Roman Senate, Plb.21.1.3, al., Str.3.4.20, D.S.4.83, etc., and in Inscrr., as SIG591.68 (Lampsacus, ii B.C.), 785.12 (Chios, i A.D.), etc.; personified, θεὸς Σ. OGI479.4 (Dorylaeum, ii A.D.): cf. συγκλείς. 3 πρὸς τὴν σ. dub. sens. in PTeb.5.197 (ii B.C.).
German (Pape)
[Seite 968] zusammengerufen; γερόντων λέσχη, Soph. Ant. 159; στράτευμα, Eur. I. A. 301; ἐκκλησία, Dem. 18, 73, s. ἐκκλησία; – ἡ σύγκλητος, sc. βουλή, die Rathsversammlung, Arist. pol. 3. 1, der Senat, Pol. oft.
Greek (Liddell-Scott)
σύγκλητος: -ον, ὁ συγκεκλημένος ὁμοῦ, συγκληθείς, στράτευμα διάφ. γραφ. ἐν Ψευδο-Εὐρ. Ι. Α. 301 (ἴδε σύγκλυς), σύγκλητον τήνδε γερόντων... λέσχην Σοφοκλ. Ἀντ. 159˙ οἱ σ., προσκεκλημένοι δαιτυμόνες, Πολυδ. Ϛ΄, 12. ΙΙ. σ. ἐκκλησία, ἐν Ἀθήναις, ἰδιαιτέρα ἔκτακτος συνέλευσις ἣν συνεκάλει ὁ στρατηγὸς (ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰς συνήθεις (τακτικὰς) συνελεύσεις αἵτινες ἐκαλοῦντο αἱ κύριαι), Ψήφισμα παρὰ Δημ. 238. 2, πρβλ. 249. 12, καὶ Λεξ. Ἀρχαιοτ. 2) καθόλου, σύγκλητος (δηλ. ἐκκλησία), ἡ, νομοθετικὸν σῶμα, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 1, 10˙ ἐν Ἄργει, Συλλ. Ἐπιγρ. 1124˙ ἐν Καρχηδόνι, Πολύβ. 10. 18, 1˙ καὶ ἐν τῇ συμπολιτείᾳ τῶν Ἀχαιῶν, ὁ αὐτ. 29. 9, 6˙ συχν. ἐπὶ τῆς Ρωμαϊκῆς γερουσίας, Senatus, ὁ αὐτ. 20. 12, 3, κ. ἀλλ.˙ ὡσαύτως, ἐν Ἐπιγραφαῖς, οἷον Συλλ. Ἐπιγρ. 1711. 7., 2222, κ. ἀλλαχοῦ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
convoqué, assemblé : σύγκλητος ἐκκλησία DÉM assemblée par convocation, càd extraordinaire (p. opp. à κυρία) ; ἡ σύγκλητος (βουλή) assemblée délibérante.
Étymologie: συγκαλέω.