ἀσύμφωνος: Difference between revisions
νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life
(6_20) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀσύμφωνος''': παλ. Ἀττ. ἀξύμφωνος, ον, μὴ συμφωνῶν κατὰ τὸν ἦχον, μὴ [[ἁρμονικός]], Πλάτ. Πολ. 402D· χορδὴ Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 11. 2) μεταφ. ὡς καὶ νῦν, ὁ διαφωνῶν [[πρός]] τινα, ἑμαυτῷ ἀσύμφωνον [[εἶναι]] καὶ ἐναντία λέγειν Πλάτ. Γοργ. 482C· πρὸς ἀλλήλους, Πράξ. Ἀπ. κη΄, 25: - Ἐπίρρ. ἀσυμφώνως Πλάτ. Νόμ. 860C. ΙΙ. μὴ λαλῶν τὴν αὐτὴν γλῶσσαν, [[πρός]] τινα ὁ αὐτ. Πολιτικ. 262D, πρβλ. Νόμ. 777D· ἀσ. ταῖς διαλέκτοις Διόδ. 17, 53. | |lstext='''ἀσύμφωνος''': παλ. Ἀττ. ἀξύμφωνος, ον, μὴ συμφωνῶν κατὰ τὸν ἦχον, μὴ [[ἁρμονικός]], Πλάτ. Πολ. 402D· χορδὴ Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 11. 2) μεταφ. ὡς καὶ νῦν, ὁ διαφωνῶν [[πρός]] τινα, ἑμαυτῷ ἀσύμφωνον [[εἶναι]] καὶ ἐναντία λέγειν Πλάτ. Γοργ. 482C· πρὸς ἀλλήλους, Πράξ. Ἀπ. κη΄, 25: - Ἐπίρρ. ἀσυμφώνως Πλάτ. Νόμ. 860C. ΙΙ. μὴ λαλῶν τὴν αὐτὴν γλῶσσαν, [[πρός]] τινα ὁ αὐτ. Πολιτικ. 262D, πρβλ. Νόμ. 777D· ἀσ. ταῖς διαλέκτοις Διόδ. 17, 53. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />discordant ; <i>fig.</i> qui ne s’accorde pas, en désaccord.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[σύμφωνος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:30, 9 August 2017
English (LSJ)
Att. ἀξ-, ον,
A not harmonious, Pl.R.402d; χορδή D.H. Comp.11. 2 metaph., discordant, at variance, ἐμαυτῷ Pl.Grg. 482c; ἕξεις Ocell.4.13; πρὸς ἀλλήλους Act.Ap.28.25, Arr.An.Prooem. (Comp.). Adv. -νως Pl.Lg.860c; τοῖς αὐτοῖς Arg.Str.I. II not speaking the same language, πρὸς ἄλληλα Pl.Plt.262d, cf. Lg.777d; ἀ. ταῖς διαλέκτοις D.S.17.53.
German (Pape)
[Seite 380] 1) nicht dieselbe Sprache redend, ἄμικτα καὶ ἀσύμφ. πρὸς ἄλληλα Plat. Polit. 262 d; vgl. Legg. VI, 777 d. – 2) nicht im Einklang, χορδὴν κρούειν D. Hal. C. V. 11; nicht übereinstimmend, uneins, τινί Plat. Gorg. 482 c; πρὸς ἀλλήλους N. T.; καὶ ἀνάρμοστος Plut. Agis 10.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσύμφωνος: παλ. Ἀττ. ἀξύμφωνος, ον, μὴ συμφωνῶν κατὰ τὸν ἦχον, μὴ ἁρμονικός, Πλάτ. Πολ. 402D· χορδὴ Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 11. 2) μεταφ. ὡς καὶ νῦν, ὁ διαφωνῶν πρός τινα, ἑμαυτῷ ἀσύμφωνον εἶναι καὶ ἐναντία λέγειν Πλάτ. Γοργ. 482C· πρὸς ἀλλήλους, Πράξ. Ἀπ. κη΄, 25: - Ἐπίρρ. ἀσυμφώνως Πλάτ. Νόμ. 860C. ΙΙ. μὴ λαλῶν τὴν αὐτὴν γλῶσσαν, πρός τινα ὁ αὐτ. Πολιτικ. 262D, πρβλ. Νόμ. 777D· ἀσ. ταῖς διαλέκτοις Διόδ. 17, 53.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
discordant ; fig. qui ne s’accorde pas, en désaccord.
Étymologie: ἀ, σύμφωνος.