ζωγρέω: Difference between revisions
Πενίας βαρύτερον οὐδέν ἐστι φορτίον → Onus est inopia longe gravius ceteris → Als Armut gibt es keine Last, die schwerer wiegt
(6_13b) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ζωγρέω''': μέλλ. -ήσω, ([[ζωός]], [[ἀγρεύω]]) [[συλλαμβάνω]] ζῶντα, σῴζω τὴν ζωήν τινος, [[αἰχμαλωτίζω]] ἀντὶ νὰ φονεύσω, ζώγρει, Ἀτρέος υἱέ, σὺ δ’ ἄξια δέξαι [[ἄποινα]] Ἰλ. Ζ. 46, πρβλ. Κ. 378, Λ. 131, Ἡρόδ. 1. 86, 211· (ἀνθ’ οὗ τὸ ζωὸν ἀνάγειν ἀπαντᾷ ἐν Ὀδ. Ξ. 272)· εἷλε... καὶ ἐζώγρησε Ἡρόδ. 3. 52· τοὺς μὲν ἀπέκτειναν, τινὰς δὲ καὶ ἐζώγρησαν Θουκ. 2. 92· πλὴν ὅσον ἐκ τριῶν νεῶν, οὓς ἐζώγρησαν ὁ αὐτ. 7. 23· [[μηδαμῇ]] [[μηδαμῶς]] ζωγροῦντας Πλάτ. Νόμ. 868Β· ἐπὶ νεῶν, ἃς ἐζώγρησεν αὐτάνδρους Χαρίτ. 7. 6. - Παθ., Ἡρόδ. 1. 66., 5. 77. ΙΙ. (ζωή, [[ἀγείρω]]) [[ἐπαναφέρω]] εἰς ζωὴν καὶ [[ἀκμήν]], ἀναζωογονῶ, ὡς τὸ [[ζωπυρέω]], περὶ δὲ πνοιὴ Βορεάο ζώγρει ἐπιπνείουσα Ἰλ. Ε. 698. | |lstext='''ζωγρέω''': μέλλ. -ήσω, ([[ζωός]], [[ἀγρεύω]]) [[συλλαμβάνω]] ζῶντα, σῴζω τὴν ζωήν τινος, [[αἰχμαλωτίζω]] ἀντὶ νὰ φονεύσω, ζώγρει, Ἀτρέος υἱέ, σὺ δ’ ἄξια δέξαι [[ἄποινα]] Ἰλ. Ζ. 46, πρβλ. Κ. 378, Λ. 131, Ἡρόδ. 1. 86, 211· (ἀνθ’ οὗ τὸ ζωὸν ἀνάγειν ἀπαντᾷ ἐν Ὀδ. Ξ. 272)· εἷλε... καὶ ἐζώγρησε Ἡρόδ. 3. 52· τοὺς μὲν ἀπέκτειναν, τινὰς δὲ καὶ ἐζώγρησαν Θουκ. 2. 92· πλὴν ὅσον ἐκ τριῶν νεῶν, οὓς ἐζώγρησαν ὁ αὐτ. 7. 23· [[μηδαμῇ]] [[μηδαμῶς]] ζωγροῦντας Πλάτ. Νόμ. 868Β· ἐπὶ νεῶν, ἃς ἐζώγρησεν αὐτάνδρους Χαρίτ. 7. 6. - Παθ., Ἡρόδ. 1. 66., 5. 77. ΙΙ. (ζωή, [[ἀγείρω]]) [[ἐπαναφέρω]] εἰς ζωὴν καὶ [[ἀκμήν]], ἀναζωογονῶ, ὡς τὸ [[ζωπυρέω]], περὶ δὲ πνοιὴ Βορεάο ζώγρει ἐπιπνείουσα Ἰλ. Ε. 698. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><i>impf. 3ᵉ sg.</i> ἐζώγρει;<br /><b>1</b> prendre et laisser la vie sauve, <i>càd</i> faire prisonnier;<br /><b>2</b> mettre en prison;<br /><b>3</b> rendre à la vie, ranimer, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ζωός]], [[ἀγρέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:32, 9 August 2017
English (LSJ)
(ζωός, ἀγρέω)
A take, save alive, take captive instead of killing, ζώγρει, Ἀτρέος υἱέ, σὺ δ' ἄξια δέξαι ἄποινα Il.6.46, cf. 10.378, Hdt.1.86, etc.; εἷλε . . καὶ ἐζώγρησε Id.3.52; τοὺς μὲν ἀπέκτειναν, τινὰς δὲ καὶ ἐζώγρησαν Th.2.92; πλὴν ὅσον ἐκ τριῶν νεῶν οὓς ἐζώγρησαν Id.7.23; πλὴν μηδαμῇ μηδαμῶς ζωγροῦντας provided that they do not spare him alive, Pl.Lg.868c; opp. διαφθείρειν, ἀποκτεῖναι, Plb.3.84.10, LXXNu.31.18: metaph., ἀνθρώπους ἔσῃ ζωγρῶν Ev.Luc. 5.10; of ships, ἃς ἐζώγρησεν αὐτάνδρους Charito 7.6:—Pass., Hdt.1.66,5.77. II restore to life and strength, revive, περὶ δὲ πνοιὴ Βορέαο ζώγρει ἐπιπνείουσα Il.5.698 (quoted by Aret.CA2.3); preserve alive, ζώγρει, δέσποτ' ἄναξ, τὸν σὸν ναετῆρα Epigr.Gr.841.7 (Thrace, ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 1142] (ζωός – ἀγρεύω), lebendig gefangen nehmen, den Gefangenen nicht tödten, Pardon geben, ζώγρει Il. 6, 46, ζώγρει, αὐτὰρ ἐγὼν ἐμὲ λύσομαι 10, 378. 11, 131; Her. 1, 86; das Leben schenken, 3, 52; ἄνδρας δὲ τοὺς μὲν ἀπέκτειναν, τινὰς δὲ ἐζώγρησαν Thuc. 2, 92; πλὴν μηδαμῇ μηδαμῶς ζωγροῦντας Plat. Legg. IX, 868 b; Xen. An. 4, 7, 22 u. öfter, wie Folgde; auch von Schiffen, Charit. 7, 6. – Il. 6, 697 περὶ δὲ πνοιὴ βορέαο ζώγρει – κεκαφηότα θυμόν, beleben, Eust. τὴν ζωὴν ἀγείρει.
Greek (Liddell-Scott)
ζωγρέω: μέλλ. -ήσω, (ζωός, ἀγρεύω) συλλαμβάνω ζῶντα, σῴζω τὴν ζωήν τινος, αἰχμαλωτίζω ἀντὶ νὰ φονεύσω, ζώγρει, Ἀτρέος υἱέ, σὺ δ’ ἄξια δέξαι ἄποινα Ἰλ. Ζ. 46, πρβλ. Κ. 378, Λ. 131, Ἡρόδ. 1. 86, 211· (ἀνθ’ οὗ τὸ ζωὸν ἀνάγειν ἀπαντᾷ ἐν Ὀδ. Ξ. 272)· εἷλε... καὶ ἐζώγρησε Ἡρόδ. 3. 52· τοὺς μὲν ἀπέκτειναν, τινὰς δὲ καὶ ἐζώγρησαν Θουκ. 2. 92· πλὴν ὅσον ἐκ τριῶν νεῶν, οὓς ἐζώγρησαν ὁ αὐτ. 7. 23· μηδαμῇ μηδαμῶς ζωγροῦντας Πλάτ. Νόμ. 868Β· ἐπὶ νεῶν, ἃς ἐζώγρησεν αὐτάνδρους Χαρίτ. 7. 6. - Παθ., Ἡρόδ. 1. 66., 5. 77. ΙΙ. (ζωή, ἀγείρω) ἐπαναφέρω εἰς ζωὴν καὶ ἀκμήν, ἀναζωογονῶ, ὡς τὸ ζωπυρέω, περὶ δὲ πνοιὴ Βορεάο ζώγρει ἐπιπνείουσα Ἰλ. Ε. 698.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
impf. 3ᵉ sg. ἐζώγρει;
1 prendre et laisser la vie sauve, càd faire prisonnier;
2 mettre en prison;
3 rendre à la vie, ranimer, acc..
Étymologie: ζωός, ἀγρέω.