συνοικιστήρ: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
(6_12) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνοικιστήρ''': ῆρος, ὁ, ὁ συνοικίζων πόλιν, θεμελιωτὴς πόλεως, Πινδ. Ο. 6. 8, Ἀποσπ. 185· ― συνοικιστής, οῦ, ὁ Στέφ. Βυζ. ἐν λ. Αἱμονία. | |lstext='''συνοικιστήρ''': ῆρος, ὁ, ὁ συνοικίζων πόλιν, θεμελιωτὴς πόλεως, Πινδ. Ο. 6. 8, Ἀποσπ. 185· ― συνοικιστής, οῦ, ὁ Στέφ. Βυζ. ἐν λ. Αἱμονία. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆρος (ὁ) :<br />cofondateur d’une colonie.<br />'''Étymologie:''' [[συνοικίζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:33, 9 August 2017
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A one who joins in peopling, fellow-colonist, Pi.O.6.6, Fr.186.
Greek (Liddell-Scott)
συνοικιστήρ: ῆρος, ὁ, ὁ συνοικίζων πόλιν, θεμελιωτὴς πόλεως, Πινδ. Ο. 6. 8, Ἀποσπ. 185· ― συνοικιστής, οῦ, ὁ Στέφ. Βυζ. ἐν λ. Αἱμονία.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
cofondateur d’une colonie.
Étymologie: συνοικίζω.