ἁλιτενής: Difference between revisions
(6_7) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἁλιτενής''': -ές, ὁ ἐκτεινόμενος εἰς ἢ παρὰ τὴν θάλασσαν, Διόδ. 3. 44. ΙΙ. [[ἐπίπεδος]], [[χαμηλός]], ἐπὶ χωρῶν, Στράβ. 307, Ἀρρ. Ἰνδ. 21. 9. ambulatio ἁλ., [[περίπατος]] ἐπὶ πεδινοῦ μέρους, Κικ. πρὸς Ἀττ. 14. 13, 1: ἐπὶ πλοίων, [[χαμηλός]], Πλουτ. Θεμ. 14: ἐπὶ τῆς θαλάσσης, [[ἀβαθής]], Πολύβ. 4. 39, 3, Ἀππ. Ἐμφύλ. 2. 84. | |lstext='''ἁλιτενής''': -ές, ὁ ἐκτεινόμενος εἰς ἢ παρὰ τὴν θάλασσαν, Διόδ. 3. 44. ΙΙ. [[ἐπίπεδος]], [[χαμηλός]], ἐπὶ χωρῶν, Στράβ. 307, Ἀρρ. Ἰνδ. 21. 9. ambulatio ἁλ., [[περίπατος]] ἐπὶ πεδινοῦ μέρους, Κικ. πρὸς Ἀττ. 14. 13, 1: ἐπὶ πλοίων, [[χαμηλός]], Πλουτ. Θεμ. 14: ἐπὶ τῆς θαλάσσης, [[ἀβαθής]], Πολύβ. 4. 39, 3, Ἀππ. Ἐμφύλ. 2. 84. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> qui s’étend vers la mer <i>ou</i> le long de la mer;<br /><b>2</b> qui enfonce peu (navire) ; bas, peu profond (mer).<br />'''Étymologie:''' [[ἅλς]]¹, [[τείνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:33, 9 August 2017
English (LSJ)
ές,
A projecting into the sea, πέτρα D.S.3.44, Longus 2.12; ἄκρα, χερρόνησος, Str.8.2.3, 7.3.19, cf. Posidon. 66, Arr.Ind.21.9, Eun. Hist.p.241 D.; ambulatio ἁ. walk by the shore, Cic.Att.14.13.1. II of ships, of light draught, Callix. 1, Plu.Them.14. III of the sea, shallow, Plb.4.39.3, App.BC2.84.
German (Pape)
[Seite 98] ές, sich an's Meer oder am Meere hin erstreckend, πέτρα Diod. 3, 44; dah. flach, seicht, bes. von Untiefen, Pol. 4, 39, 3; θάλασσα App. B. Civ. 2, 84; πόρος Diod. S. 4, 18; ναῦς, ein flaches Schiff, neben ταπεινός Plut. Them. 14. Bei Cic. Att. 14, 13 ambulatio, Spaziergang in der Ebene, dem Bergspaziergang entgegengesetzt.
Greek (Liddell-Scott)
ἁλιτενής: -ές, ὁ ἐκτεινόμενος εἰς ἢ παρὰ τὴν θάλασσαν, Διόδ. 3. 44. ΙΙ. ἐπίπεδος, χαμηλός, ἐπὶ χωρῶν, Στράβ. 307, Ἀρρ. Ἰνδ. 21. 9. ambulatio ἁλ., περίπατος ἐπὶ πεδινοῦ μέρους, Κικ. πρὸς Ἀττ. 14. 13, 1: ἐπὶ πλοίων, χαμηλός, Πλουτ. Θεμ. 14: ἐπὶ τῆς θαλάσσης, ἀβαθής, Πολύβ. 4. 39, 3, Ἀππ. Ἐμφύλ. 2. 84.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 qui s’étend vers la mer ou le long de la mer;
2 qui enfonce peu (navire) ; bas, peu profond (mer).
Étymologie: ἅλς¹, τείνω.