γωνιασμός: Difference between revisions

From LSJ

ἢν εὑρίσκῃ πλέω τε καὶ μέζω τὰ ἀδικήματα ἐόντα τῶν ὑπουργημάτων, οὕτω τῷ θυμῷ χρᾶται → it happens that the crimes are greater and more numerous than the services, when one gives way to anger

Source
(6_15)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''γωνιασμός''': ὁ, ῥύθμισις πρὸς τὸ γωνιόμετρον, Λυσ. (Ἀποσπ. 38) παρ’ Ἁρπ. ἐν λ.· μεταφ., ἐπῶν γωνιασμοί, ἡ [[ἀποτέλεσις]] τῶν στίχων διὰ γωνίας καὶ μέτρου, [[ἤτοι]] [[ὑπεράγαν]] τεχνηέντως, Ἀριστοφ. Βατρ. 956.
|lstext='''γωνιασμός''': ὁ, ῥύθμισις πρὸς τὸ γωνιόμετρον, Λυσ. (Ἀποσπ. 38) παρ’ Ἁρπ. ἐν λ.· μεταφ., ἐπῶν γωνιασμοί, ἡ [[ἀποτέλεσις]] τῶν στίχων διὰ γωνίας καὶ μέτρου, [[ἤτοι]] [[ὑπεράγαν]] τεχνηέντως, Ἀριστοφ. Βατρ. 956.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />action de mesurer au moyen de l’équerre ; <i>fig.</i> action de mesurer (des vers) à l’équerre.<br />'''Étymologie:''' [[γωνία]].
}}
}}

Revision as of 19:34, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γωνιασμός Medium diacritics: γωνιασμός Low diacritics: γωνιασμός Capitals: ΓΩΝΙΑΣΜΟΣ
Transliteration A: gōniasmós Transliteration B: gōniasmos Transliteration C: goniasmos Beta Code: gwniasmo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A squaring off corners, Lys.Fr.61; name of a proposition in geometry, Hsch.: metaph., ἐπῶν γὠνιασμοί finishing of verses by square and rule, Ar.Ra.956.

German (Pape)

[Seite 512] ὁ, das Richten, Abmessen, nach dem Winkelmaaß, übertr., ἐπῶν Ar. Ran. 956.

Greek (Liddell-Scott)

γωνιασμός: ὁ, ῥύθμισις πρὸς τὸ γωνιόμετρον, Λυσ. (Ἀποσπ. 38) παρ’ Ἁρπ. ἐν λ.· μεταφ., ἐπῶν γωνιασμοί, ἡ ἀποτέλεσις τῶν στίχων διὰ γωνίας καὶ μέτρου, ἤτοι ὑπεράγαν τεχνηέντως, Ἀριστοφ. Βατρ. 956.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
action de mesurer au moyen de l’équerre ; fig. action de mesurer (des vers) à l’équerre.
Étymologie: γωνία.