βλασφημέω: Difference between revisions
(6_20) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βλασφημέω''': πρκμ. βεβλασφήμηκα, Δημ. 228. 14· ([[βλάσφημος]]) [[προφέρω]] κακοὺς ἢ βεβήλους λόγους, ὁμιλῶ μετ᾿ ἐλαφρότητος ἢ περιφρονήσεως περὶ ἱερῶν πραγμάτων, εἰς θεούς Πλάτ. Πολ. 381Ε (πρβλ. τὸ [[ἐναντίον]] [[εὐφημέω]])· ἐν Ἀλκ. ΙΙ. 149C, [[ἀναπέμπω]] ἀπερισκέπτως προσευχάς· παρ᾿ Αἰσχίν. 25.39, [[προφέρω]] λόγους δυσοιώνους. 2) ὁμιλῶ κακὰ [[περί]] τινος, κακολογῶ ἢ συκοφαντῶ, κατηγορῶ, [[ψέγω]], [[περί]] τινος Ἰσοκρ. 310Β, Δημ. ἔνθ' ἀνωτ.· ὦ βλασφημῶν περὶ ἐμοῦ ὁ αὐτ. 252. 29· βλ. κατά τινος Ἰσοκρ. 246Α, Ἀριστ.· ὅσα εἰς ἡμᾶς ἐβλασφήμησεν Δημ. 1229. 5· [[ὡσαύτως]], βλ. τινα Βάβρ. 71. 6, Εὐαγγ. κ. Λουκ. 23. 39, κτλ.: ― Παθ., κακολογοῦμαι, κατηγοροῦμαι, Ἐπιστ. π. Κορινθ. ι', 30. ― Πρβλ. ἑπόμ. 3) ὁμιλῶ ἀσεβῶς περὶ Θεοῦ, Ἑβδ., Κ. Δ. | |lstext='''βλασφημέω''': πρκμ. βεβλασφήμηκα, Δημ. 228. 14· ([[βλάσφημος]]) [[προφέρω]] κακοὺς ἢ βεβήλους λόγους, ὁμιλῶ μετ᾿ ἐλαφρότητος ἢ περιφρονήσεως περὶ ἱερῶν πραγμάτων, εἰς θεούς Πλάτ. Πολ. 381Ε (πρβλ. τὸ [[ἐναντίον]] [[εὐφημέω]])· ἐν Ἀλκ. ΙΙ. 149C, [[ἀναπέμπω]] ἀπερισκέπτως προσευχάς· παρ᾿ Αἰσχίν. 25.39, [[προφέρω]] λόγους δυσοιώνους. 2) ὁμιλῶ κακὰ [[περί]] τινος, κακολογῶ ἢ συκοφαντῶ, κατηγορῶ, [[ψέγω]], [[περί]] τινος Ἰσοκρ. 310Β, Δημ. ἔνθ' ἀνωτ.· ὦ βλασφημῶν περὶ ἐμοῦ ὁ αὐτ. 252. 29· βλ. κατά τινος Ἰσοκρ. 246Α, Ἀριστ.· ὅσα εἰς ἡμᾶς ἐβλασφήμησεν Δημ. 1229. 5· [[ὡσαύτως]], βλ. τινα Βάβρ. 71. 6, Εὐαγγ. κ. Λουκ. 23. 39, κτλ.: ― Παθ., κακολογοῦμαι, κατηγοροῦμαι, Ἐπιστ. π. Κορινθ. ι', 30. ― Πρβλ. ἑπόμ. 3) ὁμιλῶ ἀσεβῶς περὶ Θεοῦ, Ἑβδ., Κ. Δ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> βλασφημήσω, <i>ao.</i> ἐβλασφήμησα, <i>pf.</i> βεβλασφήμηκα;<br /><b>1</b> <i>au sens religieux</i> prononcer des paroles de mauvais augure <i>ou</i> qui ne doivent pas être prononcées pendant un sacrifice, <i>p. opp. à</i> [[εὐφημέω]];<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> tenir de mauvais propos sur, médire de : [[περί]] τινος, de qqn, [[κατά]] τινος, lancer de mauvais propos contre qqn.<br />'''Étymologie:''' [[βλάσφημος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:34, 9 August 2017
English (LSJ)
pf.
A βεβλασφήμηκα D.18.10:—speak profanely of sacred things, εἰς θεούς Pl.R.381e; offer rash prayers, Id.Alc.2.149c; β. κατά τινος utter imprecations against, Aeschin.1.180. 2 speak ill or to the prejudice of one, slander, περὶ τῆς ἐμῆς διατριβῆς Isoc.15.2, cf. D.l.c., ib.82; β. κατά τινος Isoc.12.65, cf. Arist.Fr.44; ὅσα εἰς ἡμᾶς ἐβλασφήμησαν D.51.3; β. τινά Babr.71.6, Ev.Luc.23.39, etc.: abs., Phld.Lib.p.8 O.:—Pass., to have evil spoken of one, βεβλασφημημένους Id.Vit.p.12 J., cf. 1 Ep.Cor.10.30. 3 speak impiously or irreverently of God, blaspheme, εἰς τὸν Κύριον LXX Da.3.29(96); εἰς τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον Ev.Marc.3.29; εἰς τὰ θεῖα Vett. Val.58.12; τοὺς θεούς Id.67.20: abs., LXX 2 Ma.10.34, al., Ev.Matt.9.3.
German (Pape)
[Seite 448] perf. βεβλασφήμηκα, Dem. 18, 10, den guten Ruf eines Andern schmälern, schmähen, lästern; εἰς θεούς Plat. Rep. II, 381 e; so bes. N. T. u. K. S., gotteslästerliche Reden führen; ὅσα εἰς ἡμᾶς ἐβλ. Dem. 51, 3; vgl. πᾶσαν βλασφημίαν βλ. Plat. Legg. VII, 800 c; περί τινος Dem. 18, 10. 40, 47; καὶ λοιδορεῖσθαι 19, 210; ὑπὲρ ἐκείνων καθ' ἡμῶν Isocr. 12, 65; Sp. auch τινά, z. B. Plut. u. App. – Böses von den Göttern erflehen, Plat. Alc. II, 149 c.
Greek (Liddell-Scott)
βλασφημέω: πρκμ. βεβλασφήμηκα, Δημ. 228. 14· (βλάσφημος) προφέρω κακοὺς ἢ βεβήλους λόγους, ὁμιλῶ μετ᾿ ἐλαφρότητος ἢ περιφρονήσεως περὶ ἱερῶν πραγμάτων, εἰς θεούς Πλάτ. Πολ. 381Ε (πρβλ. τὸ ἐναντίον εὐφημέω)· ἐν Ἀλκ. ΙΙ. 149C, ἀναπέμπω ἀπερισκέπτως προσευχάς· παρ᾿ Αἰσχίν. 25.39, προφέρω λόγους δυσοιώνους. 2) ὁμιλῶ κακὰ περί τινος, κακολογῶ ἢ συκοφαντῶ, κατηγορῶ, ψέγω, περί τινος Ἰσοκρ. 310Β, Δημ. ἔνθ' ἀνωτ.· ὦ βλασφημῶν περὶ ἐμοῦ ὁ αὐτ. 252. 29· βλ. κατά τινος Ἰσοκρ. 246Α, Ἀριστ.· ὅσα εἰς ἡμᾶς ἐβλασφήμησεν Δημ. 1229. 5· ὡσαύτως, βλ. τινα Βάβρ. 71. 6, Εὐαγγ. κ. Λουκ. 23. 39, κτλ.: ― Παθ., κακολογοῦμαι, κατηγοροῦμαι, Ἐπιστ. π. Κορινθ. ι', 30. ― Πρβλ. ἑπόμ. 3) ὁμιλῶ ἀσεβῶς περὶ Θεοῦ, Ἑβδ., Κ. Δ.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
f. βλασφημήσω, ao. ἐβλασφήμησα, pf. βεβλασφήμηκα;
1 au sens religieux prononcer des paroles de mauvais augure ou qui ne doivent pas être prononcées pendant un sacrifice, p. opp. à εὐφημέω;
2 p. ext. tenir de mauvais propos sur, médire de : περί τινος, de qqn, κατά τινος, lancer de mauvais propos contre qqn.
Étymologie: βλάσφημος.