μαυρόω: Difference between revisions

From LSJ

Σιγή ποτ' ἐστὶν αἱρετωτέρα λόγου → Sometimes silence is preferable to words → Est ubi loquelā melius est silentium → Das Schweigen ist dem Reden manchmal vorzuziehn

Menander, Monostichoi, 477
(6_6)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μαυρόω''': ἐν χρήσει ἀντὶ τοῦ [[ἀμαυρόω]], κατὰ τὴν ἀπαίτησιν τοῦ μέτρου, [[σκοτίζω]], «μαυρίζω», τυφλώνω, Πινδ. Π. 12. 24· [[κάμνω]] τινὰ ἀδύνατον, ἀνίσχυρον, πρβλ. Αἰσχύλ. Εὐμ. 359. 2) μεταφ., [[κάμνω]] τι σκοτεινόν, ἀσαφές, ἢ λησμονημένον, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 327· μὴ μαύρου τέρψιν, μὴ ἐπισκότιζε τὴν τέρψιν σου, Πινδ. Ἀποσπ. 92. - Παθ., [[γίνομαι]] ἀμαυρὸς ἢ [[σκοτεινός]], Θέογν. 197, Αἰσχύλ. Ἀγ. 296, καὶ ἐκ διορθώσεως τοῦ Blomf. ([[χάριν]] τοῦ μέτρου) Πέρσ. 223.
|lstext='''μαυρόω''': ἐν χρήσει ἀντὶ τοῦ [[ἀμαυρόω]], κατὰ τὴν ἀπαίτησιν τοῦ μέτρου, [[σκοτίζω]], «μαυρίζω», τυφλώνω, Πινδ. Π. 12. 24· [[κάμνω]] τινὰ ἀδύνατον, ἀνίσχυρον, πρβλ. Αἰσχύλ. Εὐμ. 359. 2) μεταφ., [[κάμνω]] τι σκοτεινόν, ἀσαφές, ἢ λησμονημένον, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 327· μὴ μαύρου τέρψιν, μὴ ἐπισκότιζε τὴν τέρψιν σου, Πινδ. Ἀποσπ. 92. - Παθ., [[γίνομαι]] ἀμαυρὸς ἢ [[σκοτεινός]], Θέογν. 197, Αἰσχύλ. Ἀγ. 296, καὶ ἐκ διορθώσεως τοῦ Blomf. ([[χάριν]] τοῦ μέτρου) Πέρσ. 223.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />obscurcir ; <i>Pass.</i> s’obscurcir.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ἀμαυρόω]].
}}
}}

Revision as of 19:34, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαυρόω Medium diacritics: μαυρόω Low diacritics: μαυρόω Capitals: ΜΑΥΡΟΩ
Transliteration A: mauróō Transliteration B: mauroō Transliteration C: mavroo Beta Code: mauro/w

English (LSJ)

   A = ἀμαυρόω, darken, blind: hence, make powerless, dub. in A.Eu.358 (lyr.), cj. in Pi.I.4(3).48.    2 metaph., make dim or obscure, ῥεῖα δέ μιν μαυροῦσι θεοί Hes.Op.325:—Pass., become dim or obscure, Thgn.192, A.Ag.296.

Greek (Liddell-Scott)

μαυρόω: ἐν χρήσει ἀντὶ τοῦ ἀμαυρόω, κατὰ τὴν ἀπαίτησιν τοῦ μέτρου, σκοτίζω, «μαυρίζω», τυφλώνω, Πινδ. Π. 12. 24· κάμνω τινὰ ἀδύνατον, ἀνίσχυρον, πρβλ. Αἰσχύλ. Εὐμ. 359. 2) μεταφ., κάμνω τι σκοτεινόν, ἀσαφές, ἢ λησμονημένον, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 327· μὴ μαύρου τέρψιν, μὴ ἐπισκότιζε τὴν τέρψιν σου, Πινδ. Ἀποσπ. 92. - Παθ., γίνομαι ἀμαυρὸς ἢ σκοτεινός, Θέογν. 197, Αἰσχύλ. Ἀγ. 296, καὶ ἐκ διορθώσεως τοῦ Blomf. (χάριν τοῦ μέτρου) Πέρσ. 223.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
obscurcir ; Pass. s’obscurcir.
Étymologie: cf. ἀμαυρόω.