κοσμιότης: Difference between revisions
From LSJ
ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)
(6_12) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κοσμιότης''': -ητος, ἡ, [[τάξις]], [[εὐταξία]], [[εὐπρέπεια]], [[φρόνιμος]] [[διαγωγή]], Ἀριστοφ. Πλ. 564, Πλάτ. Πολιτικ. 307Α, κτλ.· κ. καὶ [[σωφροσύνη]] ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 508Α· ἀντίθετ. τῷ [[ἀκολασία]], Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 8, 8· ἴδε ἐν λεξ. [[κομψότης]]. | |lstext='''κοσμιότης''': -ητος, ἡ, [[τάξις]], [[εὐταξία]], [[εὐπρέπεια]], [[φρόνιμος]] [[διαγωγή]], Ἀριστοφ. Πλ. 564, Πλάτ. Πολιτικ. 307Α, κτλ.· κ. καὶ [[σωφροσύνη]] ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 508Α· ἀντίθετ. τῷ [[ἀκολασία]], Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 8, 8· ἴδε ἐν λεξ. [[κομψότης]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ητος (ἡ) :<br />bon ordre ; modération d’esprit <i>ou</i> de caractère, convenance, décence.<br />'''Étymologie:''' [[κόσμιος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:35, 9 August 2017
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A propriety, decorum, Ar.Pl.564, Pl.Plt.307 b, Zeno Stoic.1.58, etc.; κ. καὶ σωφροσύνη Pl.Grg.508 a; opp. ἀκολασία, Arist.EN1109a16: pl., τὰς αἰσχύνας καὶ κ. Phld.Mus.p.44 K.
Greek (Liddell-Scott)
κοσμιότης: -ητος, ἡ, τάξις, εὐταξία, εὐπρέπεια, φρόνιμος διαγωγή, Ἀριστοφ. Πλ. 564, Πλάτ. Πολιτικ. 307Α, κτλ.· κ. καὶ σωφροσύνη ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 508Α· ἀντίθετ. τῷ ἀκολασία, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 8, 8· ἴδε ἐν λεξ. κομψότης.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
bon ordre ; modération d’esprit ou de caractère, convenance, décence.
Étymologie: κόσμιος.