καταπλέκω: Difference between revisions
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
(6_13a) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καταπλέκω''': μέλλ. -ξω, ἐντελῶς [[πλέκω]], [[ἐμπλέκω]], [[συμπλέκω]], φλοῦν φορμοῦ τρόπον κ. Ἡρόδ. 3. 98. 2) μεταφ., [[περιπλέκω]], ἐμπερδεύω, κ. τινὰ προδοσίᾳ ὁ αὐτ. 8. 128.- Παθ., [[πόλεμος]]… καταπεπλεγμένος τῇ ποικιλίᾳ, [[περίπλοκος]] ἐν τῇ ποικιλίᾳ τῶν γεγονότων, Ἀριστ. Ποιητ. 23. 5. ΙΙ. παύομαι πλέκων, [[ἑπομένως]] [[φέρω]] εἰς [[πέρας]], τὴν ζόην, τὴν ῥῆσιν Ἡρόδ. 4, 205., 8, 83· πρβλ. [[διαπλέκω]] ΙΙ, [[πλέκω]] ΙΙ, 3. | |lstext='''καταπλέκω''': μέλλ. -ξω, ἐντελῶς [[πλέκω]], [[ἐμπλέκω]], [[συμπλέκω]], φλοῦν φορμοῦ τρόπον κ. Ἡρόδ. 3. 98. 2) μεταφ., [[περιπλέκω]], ἐμπερδεύω, κ. τινὰ προδοσίᾳ ὁ αὐτ. 8. 128.- Παθ., [[πόλεμος]]… καταπεπλεγμένος τῇ ποικιλίᾳ, [[περίπλοκος]] ἐν τῇ ποικιλίᾳ τῶν γεγονότων, Ἀριστ. Ποιητ. 23. 5. ΙΙ. παύομαι πλέκων, [[ἑπομένως]] [[φέρω]] εἰς [[πέρας]], τὴν ζόην, τὴν ῥῆσιν Ἡρόδ. 4, 205., 8, 83· πρβλ. [[διαπλέκω]] ΙΙ, [[πλέκω]] ΙΙ, 3. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> entortiller, enlacer, tresser ; <i>fig.</i> τινα προδοσίῃ HDT enlacer qqn dans une trahison;<br /><b>2</b> achever une trame : κ. τὴν ζόην HDT, τὴν ῥῆσιν HDT achever la trame de sa vie, de son discours.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[πλέκω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:35, 9 August 2017
English (LSJ)
A entwine, plait, [φλοῦν] φορμοῦ τρόπον κ. Hdt.3.98. b in Anatomy, Pass., perh. inosculate, anastomose, in aor. -επλάκην [ᾰ], Hp.Oss.18 (aor. part. Pass. -πλεκεῖσι Hsch.); also, to be entwined, matted, Sor.1.88. c twine round, τὰ εὐώνυμα μέρη Meno Iatr.16.16; compose, τὸν ὄσχεον Paul.Aeg.6.63. 2 metaph., implicate, κ. τινὰ προδοσίῃ Hdt.8.128 (as v.l.):—Pass., πόλεμος . . καταπεπλεγμένος τῇ ποικιλίᾳ in the variety of its events, complicated, Arist. Po.1459a34; to be involved, ἐν τούτῳ ψεῦδος κατεπέπλεκτο S.E.M. 2.71. 3 c. dat. pers., entangle, involve in contradictions, POxy. 1673.20 (ii A. D.), 903.35 (iv A. D.). II finish twining: hence metaph., bring to an end, τὴν ζόην, τὴν ῥῆσιν, Hdt.4.205, 8.83.
German (Pape)
[Seite 1370] verknüpfen, verflechten; ἔδοξε μὴ καταπλέξαι Τιμόξεινον προδοσίῃ, ihn in den Verdacht des Verraths verwickeln, Her. 8, 128; Ὅμηρος τὸν πόλεμον ποιῶν καταπεπλεγμένον τῇ ποικιλίᾳ Arist. poet. 23; ἐν τούτῳ καὶ ψεῦδος κατεπέπλεκτο S. Emp. adv. rhet. 71. – Uebertr., fertig flechten, vollenden, endigen, εὖ τὴν ζόην Her. 4, 205, τὴν ῥῆσιν, die Rede schließen, 8, 83.
Greek (Liddell-Scott)
καταπλέκω: μέλλ. -ξω, ἐντελῶς πλέκω, ἐμπλέκω, συμπλέκω, φλοῦν φορμοῦ τρόπον κ. Ἡρόδ. 3. 98. 2) μεταφ., περιπλέκω, ἐμπερδεύω, κ. τινὰ προδοσίᾳ ὁ αὐτ. 8. 128.- Παθ., πόλεμος… καταπεπλεγμένος τῇ ποικιλίᾳ, περίπλοκος ἐν τῇ ποικιλίᾳ τῶν γεγονότων, Ἀριστ. Ποιητ. 23. 5. ΙΙ. παύομαι πλέκων, ἑπομένως φέρω εἰς πέρας, τὴν ζόην, τὴν ῥῆσιν Ἡρόδ. 4, 205., 8, 83· πρβλ. διαπλέκω ΙΙ, πλέκω ΙΙ, 3.
French (Bailly abrégé)
1 entortiller, enlacer, tresser ; fig. τινα προδοσίῃ HDT enlacer qqn dans une trahison;
2 achever une trame : κ. τὴν ζόην HDT, τὴν ῥῆσιν HDT achever la trame de sa vie, de son discours.
Étymologie: κατά, πλέκω.