πισσόω: Difference between revisions
Τὰ μηδὲν ὠφελοῦντα μὴ πόνει μάτην → Ne tu labores frustra in iis, quae nil iuvant → Müh nicht umsonst mit dem, was dir nichts nützt, dich ab
(6_5) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πισσόω''': Ἀττικ. πιττόω ([[πίσσα]]) [[ἐπαλείφω]] διὰ πίσσης, πισσώνω, τὰς [[ναῦς]] Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 1094. ΙΙ. [[ἐπιχρίω]] διὰ πίσσης ἀγάλματα ὀρειχάλκινα [[ὅπως]] [[λάβω]] τοὺς τύπους αὐτῶν, Λουκ. ἐν Διῒ Τραγῳδ. 33. ΙΙΙ. ἀποσπῶ, μαδῶ τὰς τρίχας δι’ ἐμπλάστρου ἐκ πίσσης, [[συνήθεια]] παρὰ γυναιξὶν καὶ ἐκτεθηλυμμένοις ἀνθρωπαρίοις καὶ κιναίδοις, Κλήμ. Ἀλ. 261˙ ― [[μάλιστα]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, [[αὐτόθι]] 263˙ οἱ βάρβαροι πιττοῦνται τὰ σώματα Ἀθήν. 518Α, πρβλ. Λουκ. Ρητ. Διδάσκ. 23˙ πιττούμενος τὰ σκέλη ὁ αὐτ. ἐν Δημώνακτ. βίῳ 59, πρβλ. τοῦ [[αὐτοῦ]] περὶ τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 33. | |lstext='''πισσόω''': Ἀττικ. πιττόω ([[πίσσα]]) [[ἐπαλείφω]] διὰ πίσσης, πισσώνω, τὰς [[ναῦς]] Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 1094. ΙΙ. [[ἐπιχρίω]] διὰ πίσσης ἀγάλματα ὀρειχάλκινα [[ὅπως]] [[λάβω]] τοὺς τύπους αὐτῶν, Λουκ. ἐν Διῒ Τραγῳδ. 33. ΙΙΙ. ἀποσπῶ, μαδῶ τὰς τρίχας δι’ ἐμπλάστρου ἐκ πίσσης, [[συνήθεια]] παρὰ γυναιξὶν καὶ ἐκτεθηλυμμένοις ἀνθρωπαρίοις καὶ κιναίδοις, Κλήμ. Ἀλ. 261˙ ― [[μάλιστα]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, [[αὐτόθι]] 263˙ οἱ βάρβαροι πιττοῦνται τὰ σώματα Ἀθήν. 518Α, πρβλ. Λουκ. Ρητ. Διδάσκ. 23˙ πιττούμενος τὰ σκέλη ὁ αὐτ. ἐν Δημώνακτ. βίῳ 59, πρβλ. τοῦ [[αὐτοῦ]] περὶ τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 33. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />enduire de poix des statues de cuivre pour les mouler;<br /><i><b>Moy.</b></i> πισσόομαι-οῦμαι enduire de poix pour extirper le poil ; épiler au moyen d’emplâtres de poix.<br />'''Étymologie:''' [[πίσσα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:36, 9 August 2017
English (LSJ)
Att. πιττ-, (πίσσα)
A pitch over, pitch, τὰς ὀροφάς IG22.659.25; τὰς ναῦς Sch.Ar.Pl.1093 :—Pass., Chrysipp.Stoic.2.110, Dsc.5.12,31 ; of bronze statues, in order to take casts of them, Luc.JTr. 33; in order to clean them, Id.Lex.11. II Med., remove the hair by means of a pitch-plaster, οἱ βάρβαροι πιττοῦνται τὰ σώματα Theopomp. Hist.195, cf. Luc.Rh.Pr.23; πιττούμενος τὰ σκέλη Id.Demon.50, cf. Merc.Cond.33.
German (Pape)
[Seite 619] att. -ττόω, 1) mit Pech, Theer bestreichen, überziehen, theeren, wie Schiffe, Schol. Ar. Plut. 1093. – 2) insbesondere kupferne Bildsäulen mit Pech überziehen, um sie abzuformen, Luc. lup. trag. 33. – 3) durch Pechpflaster die Haare ausziehen, wie Weichlinge und Weiber thaten, κίναιδος πεπιττωμένος τὰ σκέλη, Luc. merc. cond. 33, u. oft.
Greek (Liddell-Scott)
πισσόω: Ἀττικ. πιττόω (πίσσα) ἐπαλείφω διὰ πίσσης, πισσώνω, τὰς ναῦς Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 1094. ΙΙ. ἐπιχρίω διὰ πίσσης ἀγάλματα ὀρειχάλκινα ὅπως λάβω τοὺς τύπους αὐτῶν, Λουκ. ἐν Διῒ Τραγῳδ. 33. ΙΙΙ. ἀποσπῶ, μαδῶ τὰς τρίχας δι’ ἐμπλάστρου ἐκ πίσσης, συνήθεια παρὰ γυναιξὶν καὶ ἐκτεθηλυμμένοις ἀνθρωπαρίοις καὶ κιναίδοις, Κλήμ. Ἀλ. 261˙ ― μάλιστα ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, αὐτόθι 263˙ οἱ βάρβαροι πιττοῦνται τὰ σώματα Ἀθήν. 518Α, πρβλ. Λουκ. Ρητ. Διδάσκ. 23˙ πιττούμενος τὰ σκέλη ὁ αὐτ. ἐν Δημώνακτ. βίῳ 59, πρβλ. τοῦ αὐτοῦ περὶ τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 33.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
enduire de poix des statues de cuivre pour les mouler;
Moy. πισσόομαι-οῦμαι enduire de poix pour extirper le poil ; épiler au moyen d’emplâtres de poix.
Étymologie: πίσσα.