κονίσαλος: Difference between revisions
(6_12) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κονίσᾰλος''': ῑ, ἐν μεταγ. Ἀντιγράφ., [[ἐνίοτε]] [[ἡμαρτημένως]], κονίσσαλος, ὁ· ([[κόνις]])· ― [[νέφος]] κονιορτοῦ, ὣς ἄρα τῶν ὑπὸ ποσσὶ [[κονίσαλος]] ὤρνυτ’ ἀελλὴς Ἰλ. Γ. 13· λευκοὶ ὕπερθ’ ἐγένοντο κονισάλῳ Ε. 503, πρβλ. Χ. 401. ΙΙ. ἡ μεμιγμένη [[κόνις]] [[μετὰ]] τοῦ ἐλαίου καὶ τοῦ ἱδρῶτος τῶν παλαιστῶν, Γαλην. 13. 286. ΙΙΙ. [[δαίμων]] τις τῆς αὐτῆς καὶ ὁ [[Πρίαπος]] τάξεως, Ἀριστοφ. Λυσ. 981 ([[ἔνθα]] ἴδε τὸν Σχολ.), Πλάτ. Κωμ. ἐν «Φάωνι» 2. 13, πρβλ. Στράβ. 588· ― [[ὡσαύτως]] [[εἶδος]] χοροῦ ἀσέμνου, «[[σκίρτησις]] σατυρικὴ ἡ τῶν ἐντεταμένων τὰ αἰδοῖα» Ἡσύχ. | |lstext='''κονίσᾰλος''': ῑ, ἐν μεταγ. Ἀντιγράφ., [[ἐνίοτε]] [[ἡμαρτημένως]], κονίσσαλος, ὁ· ([[κόνις]])· ― [[νέφος]] κονιορτοῦ, ὣς ἄρα τῶν ὑπὸ ποσσὶ [[κονίσαλος]] ὤρνυτ’ ἀελλὴς Ἰλ. Γ. 13· λευκοὶ ὕπερθ’ ἐγένοντο κονισάλῳ Ε. 503, πρβλ. Χ. 401. ΙΙ. ἡ μεμιγμένη [[κόνις]] [[μετὰ]] τοῦ ἐλαίου καὶ τοῦ ἱδρῶτος τῶν παλαιστῶν, Γαλην. 13. 286. ΙΙΙ. [[δαίμων]] τις τῆς αὐτῆς καὶ ὁ [[Πρίαπος]] τάξεως, Ἀριστοφ. Λυσ. 981 ([[ἔνθα]] ἴδε τὸν Σχολ.), Πλάτ. Κωμ. ἐν «Φάωνι» 2. 13, πρβλ. Στράβ. 588· ― [[ὡσαύτως]] [[εἶδος]] χοροῦ ἀσέμνου, «[[σκίρτησις]] σατυρικὴ ἡ τῶν ἐντεταμένων τὰ αἰδοῖα» Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />nuage de poussière.<br />'''Étymologie:''' [[κόνις]], [[σαλεύω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:36, 9 August 2017
English (LSJ)
[ῑ], in later Mss. sts. wrongly κονίσσαλος, ὁ, (κόνις)
A cloud of dust, ὣς ἄρα τῶν ὑπὸ ποσσὶ κ. ὄρνυτ' ἀελλής Il.3.13; λευκοὶ ὕπερθε γένοντο κονισάλῳ 5.503, cf. 22.401. II the mixed dust, oil and sweat on wrestlers, Gal.12.283. III a demon of the same class as Priapus, Ar.Lys.982 (ubi v. Sch.), Pl.Com.174.13, cf. Str.13.1.12, SIG1027.10 (Cos). 2 lascivious dance, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1481] richtiger als κονίσσαλος, von κόνις, Staub, Staubwirbel, aber schwerlich mit σαλεύω od. ἅλλομαι zusammengesetzt; ἃς ἄρα τῶν ὑπὸ ποσσὶ κονίσαλος ὤρνυτ' ἀελλὴς ἐρχομένων Il. 3, 13; λευκοὶ ὕπερθ' ἐγένοντο κονισάλῳ 5, 502, öfter; auch bei Sp. – In Athen eine Art Dämon, wie Priapus, Ar. Lys. 982, vgl. Ath. X, 441 f; Strab. XIII, 588.
Greek (Liddell-Scott)
κονίσᾰλος: ῑ, ἐν μεταγ. Ἀντιγράφ., ἐνίοτε ἡμαρτημένως, κονίσσαλος, ὁ· (κόνις)· ― νέφος κονιορτοῦ, ὣς ἄρα τῶν ὑπὸ ποσσὶ κονίσαλος ὤρνυτ’ ἀελλὴς Ἰλ. Γ. 13· λευκοὶ ὕπερθ’ ἐγένοντο κονισάλῳ Ε. 503, πρβλ. Χ. 401. ΙΙ. ἡ μεμιγμένη κόνις μετὰ τοῦ ἐλαίου καὶ τοῦ ἱδρῶτος τῶν παλαιστῶν, Γαλην. 13. 286. ΙΙΙ. δαίμων τις τῆς αὐτῆς καὶ ὁ Πρίαπος τάξεως, Ἀριστοφ. Λυσ. 981 (ἔνθα ἴδε τὸν Σχολ.), Πλάτ. Κωμ. ἐν «Φάωνι» 2. 13, πρβλ. Στράβ. 588· ― ὡσαύτως εἶδος χοροῦ ἀσέμνου, «σκίρτησις σατυρικὴ ἡ τῶν ἐντεταμένων τὰ αἰδοῖα» Ἡσύχ.