ἤτοι: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck

Menander, Monostichoi, 437
(6_4)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἤτοι''': I. = ἦ τοι. βεβαίως, ἀληθῶς, [[μόριον]] [[συχνάκις]] ἐν χρήσει παρ’ Ἐπικ., [[κυρίως]] πρὸς ἐπιβεβαίωσιν ἀληθείας τινὸς ἢ ἰσχυρισμοῦ, Ἰλ. Ζ. 56, Ὕμν. Ὁμηρικ εἰς Ἑρμῆν 368· ἀλλὰ [[συχνάκις]] ὡς μεταβατ. ἀπὸ μιᾶς προτάσεως εἰς [[ἄλλην]]· [[ὡσαύτως]] ἐν ἀρχῇ ἀποδόσεως, [[ἤτοι]] μὲν ([[μετὰ]] τὸ ὅτε), [[τότε]] [[ὄντως]], Ἰλ. Γ. 213· [[μετὰ]] τὸ ἀλλ’ εἰ.., καὶ [[ὅμως]], Π. 641. - Κυρίως ἐν ἀρχῇ περιόδου, [[ἤτοι]] ὅγ’ ὥς εἰπῶν Ἰλ. Β. 76, κτλ.· - ἀλλ’ [[ὅμως]] ὁ [[Ὅμηρος]] θέτει τὸ [[μόριον]] τοῦτο [[μετὰ]] μίαν ἢ δυὸ ἄλλας λέξεις· [[μετὰ]] ἀντωνυμίαν, τὴν [[ἤτοι]] Β. 813· τῶν [[ἤτοι]] Δ. 237· τῆς [[ἤτοι]] Ὀδ. Μ. 86· ὅποτε δύναται νὰ παρεμβληθῇ τὸ δέ, οἱ δ’ [[ἤτοι]] Ἰλ. Μ. 141, κτλ.· ἢ ῥά, ὡς, τὸν ῥ’ [[ἤτοι]] Σ. 237· - [[μετὰ]] σύνδεσμον, ἀλλ’ [[ἤτοι]] Α. 140, κτλ.· ἔνθ’ [[ἤτοι]] Π. 339, Ὀδ. Γ. 126, κτλ.· ὄφρ’ Ἰλ. Ψ. 52, Ὀδ. Γ. 419· ὡς [[ἤτοι]] Ε. 24· σπανιώτετρον, καὶ νῦν [[ἤτοι]], νῦν δ’ [[ἤτοι]] Δ. 151, Ἰλ. Τ. 23, Herm. Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 226. 2) παρὰ Γραμματ. μετ’ ἐπεξηγητικῆς ἐννοίας, ὡς τὸ [[ἤγουν]], Λάτ. scilicet. II. = ἤ τοι, ἢ τῷ ὄντι.., [[κυρίως]] [[ἤτοι]].., ἤ, ὡς ἐν Αἰσχύλ. Χο. 497, Σοφ. Ἀντ. 1142, Τρ. 150, Πλάτ. Φαίδωνι 68C, κτλ.· [[συχνάκις]] [[ὡσαύτως]] [[ἤτοι]].... γε,... ἢ … Ἡρόδ. 1. 11, κτλ., πρβλ. Θουκ. 2. 40, κτλ.· - τὸν ἀντίστροφον τύπον ἢ..., [[ἤτοι]].., ἀποδοκιμάζει ὁ Ἀπολλών. ἐν Α. Β. 486, ἀλλ’ ἁπαντᾷ ἐν Πινδ. Ν. 6. 8, Ἀποσπ. 103· - [[ὡσαύτως]] [[ἤτοι]]..., ἤ τοι..., ἀντὶ ἤ.., ἤ.., παρὰ μεταγενεστέρ. συγγραφ. ὡς Γαλην., πρβλ. Schäf. Γρηγ. Κορ. σ. 643.
|lstext='''ἤτοι''': I. = ἦ τοι. βεβαίως, ἀληθῶς, [[μόριον]] [[συχνάκις]] ἐν χρήσει παρ’ Ἐπικ., [[κυρίως]] πρὸς ἐπιβεβαίωσιν ἀληθείας τινὸς ἢ ἰσχυρισμοῦ, Ἰλ. Ζ. 56, Ὕμν. Ὁμηρικ εἰς Ἑρμῆν 368· ἀλλὰ [[συχνάκις]] ὡς μεταβατ. ἀπὸ μιᾶς προτάσεως εἰς [[ἄλλην]]· [[ὡσαύτως]] ἐν ἀρχῇ ἀποδόσεως, [[ἤτοι]] μὲν ([[μετὰ]] τὸ ὅτε), [[τότε]] [[ὄντως]], Ἰλ. Γ. 213· [[μετὰ]] τὸ ἀλλ’ εἰ.., καὶ [[ὅμως]], Π. 641. - Κυρίως ἐν ἀρχῇ περιόδου, [[ἤτοι]] ὅγ’ ὥς εἰπῶν Ἰλ. Β. 76, κτλ.· - ἀλλ’ [[ὅμως]] ὁ [[Ὅμηρος]] θέτει τὸ [[μόριον]] τοῦτο [[μετὰ]] μίαν ἢ δυὸ ἄλλας λέξεις· [[μετὰ]] ἀντωνυμίαν, τὴν [[ἤτοι]] Β. 813· τῶν [[ἤτοι]] Δ. 237· τῆς [[ἤτοι]] Ὀδ. Μ. 86· ὅποτε δύναται νὰ παρεμβληθῇ τὸ δέ, οἱ δ’ [[ἤτοι]] Ἰλ. Μ. 141, κτλ.· ἢ ῥά, ὡς, τὸν ῥ’ [[ἤτοι]] Σ. 237· - [[μετὰ]] σύνδεσμον, ἀλλ’ [[ἤτοι]] Α. 140, κτλ.· ἔνθ’ [[ἤτοι]] Π. 339, Ὀδ. Γ. 126, κτλ.· ὄφρ’ Ἰλ. Ψ. 52, Ὀδ. Γ. 419· ὡς [[ἤτοι]] Ε. 24· σπανιώτετρον, καὶ νῦν [[ἤτοι]], νῦν δ’ [[ἤτοι]] Δ. 151, Ἰλ. Τ. 23, Herm. Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 226. 2) παρὰ Γραμματ. μετ’ ἐπεξηγητικῆς ἐννοίας, ὡς τὸ [[ἤγουν]], Λάτ. scilicet. II. = ἤ τοι, ἢ τῷ ὄντι.., [[κυρίως]] [[ἤτοι]].., ἤ, ὡς ἐν Αἰσχύλ. Χο. 497, Σοφ. Ἀντ. 1142, Τρ. 150, Πλάτ. Φαίδωνι 68C, κτλ.· [[συχνάκις]] [[ὡσαύτως]] [[ἤτοι]].... γε,... ἢ … Ἡρόδ. 1. 11, κτλ., πρβλ. Θουκ. 2. 40, κτλ.· - τὸν ἀντίστροφον τύπον ἢ..., [[ἤτοι]].., ἀποδοκιμάζει ὁ Ἀπολλών. ἐν Α. Β. 486, ἀλλ’ ἁπαντᾷ ἐν Πινδ. Ν. 6. 8, Ἀποσπ. 103· - [[ὡσαύτως]] [[ἤτοι]]..., ἤ τοι..., ἀντὶ ἤ.., ἤ.., παρὰ μεταγενεστέρ. συγγραφ. ὡς Γαλην., πρβλ. Schäf. Γρηγ. Κορ. σ. 643.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> <i>adv. c.</i> ἦ [[τοι]] : certes, assurément, en vérité;<br /><b>2</b> <i>conj. c.</i> ἤ [[τοι]] : <i>ou</i> en vérité.<br />'''Étymologie:''' ἤ, [[τοι]].
}}
}}

Revision as of 19:37, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἤτοι Medium diacritics: ἤτοι Low diacritics: ήτοι Capitals: ΗΤΟΙ
Transliteration A: ḗtoi Transliteration B: ētoi Transliteration C: itoi Beta Code: h)/toi

English (LSJ)

   I = ἦτοι, Il.18.446, Pi.O.2.3, etc.    II = ἤ τοι, v. (A).

German (Pape)

[Seite 1178] entstanden aus ἦ τοι und aus ἤ τοι. – 1) Das aus ἦ τοι entstandene ἤτοι ist ursprünglich eine starke, durch das ἦ und durch das τοί, also doppelt (παραλλήλως) ausgedrückte Betheuerung, "wahrlich, wahrlich"; aber schon bei Hom., welcher dies ἤτοι oft gebraucht, ist die Bedeutung sehr abgeschwächt, indem es nur als Synonymum von μέν erscheint, auf ein nachfolgendes "aber" vorausdeutend; Odyss. 2, 224 ἤτοι ὅ γ' ἃς εἰπὼν κατ' ἄρ' ἕζετο, τοῖσι δ' ἀνέστη Μέντωρ, = ὅ γε μὲν ἃς εἰπὼν κ. τ. ἑ.; häufig mit μέν verbunden, παραλλήλως, Iliad. 11, 373 ἤτοι ὁ μὲν θώρηκα Ἀγαστρόφου αἴνυτο – ὁ δὲ τόξου πῆχυν ἄνελκεν. Die Abschwächung der Bedeutung spiegelt sich wieder in der Zusammenziehung zu einem Worte und der Ersetzung des stärkeren Accents, des Circumflex, durch den schwächeren, den Acut. Soll irgendwo die ursprüngliche betheuernde Bedeutung festgehalten werden, so muß man getrennt schreiben ἦ τοι. Oft steht das Wort an der ersten Stelle des Satzes; es wird aber auch nachgesetzt, z. B. einem Pronomen, Il. 2, 813. 4, 237 Od. 12, 86, wo dann noch häufig δέ eingeschoben wird, Il. 12, 141. 18, 378 Hes. O. 335 u. sonst; τόν ῥ' ἤτοι Il. 18, 237; auch einer Partikel nachgesetzt, bes. ἀλλ' ἤτοι, 1, 140 u. sehr häufig; ἔνθ' ἤτοι, Il. 16, 399. 463 Od. 3, 126. 141; ὄφρ' ἤτοι, Il. 23, 52 Od. 3, 419; ὡς ἤτοι, Od. 5, 24. 17, 157. – 2) Das andere ἤτοι ist aus dem disjunctiven ἤ und dem betheuernden τοί entstanden und hat disjunctive Bedeutung; es steht regelrecht nur im ersten Gliede, entsprechend dem Deutschen "entweder"; bei Hom. kommt dies ἤτοι noch gar nicht vor, vgl. Apoll. Lex. Hom. ed. Bekk. p. 85, 5 ἤτοι· καθ' Ὅμηρον μὲν ἰσοδυναμεῖ τῷ μέν συνδέσμῳ, "ἤτοι ὅ γ' ἃς εἰπών", παρὰ δὲ ἡμῖν καὶ ἄλλοις ποιηταῖς διαζευκτικὸς σύνδεσμος, ἤτοι στρατεύσεις ἢ μένων ἔσῃ κακός". Pind. u. Folgde; ἤτοι – ἤ Soph. Ant. 1167 Tr. 149; ἤτοι φιλοῦσά γε ἢ καί τι σιγῶσα Eur. Ion 431; ἀλλ' ἤτοι κεῖνόν γε ἀπόλλυσθαι ἢ σέ Her. 1, 11; καὶ αὐτοὶ ἤτοι κρίνομέν γε ἢ ἐνθυμούμεθα ὀρθῶς τὰ πράγματα Thuc. 2, 40; ἤτοι κρύφα γε ἢ φανερῶς 6, 34; ἤτοι ἡδονῇ ἢ ὠφελείᾳ ἢ ἀμφοτέροις Plat. Gorg. 475 a. Selten entspricht sich ἤ – ἤτοι (Pind. N. 6, 8, verworfen B. A. 486, 311 u. ἤτοιἤτοι (einzeln bei Sp., wie Schol. Ap. Rh. 4, 1239. Vgl. zu Greg. Cor. p. 643). – Die Grammatiker brauchen ἤτοι häufig bei der Erkl. eines Wortes durch ein anderes, nämlich, das heißt, wie ἤγουν.

Greek (Liddell-Scott)

ἤτοι: I. = ἦ τοι. βεβαίως, ἀληθῶς, μόριον συχνάκις ἐν χρήσει παρ’ Ἐπικ., κυρίως πρὸς ἐπιβεβαίωσιν ἀληθείας τινὸς ἢ ἰσχυρισμοῦ, Ἰλ. Ζ. 56, Ὕμν. Ὁμηρικ εἰς Ἑρμῆν 368· ἀλλὰ συχνάκις ὡς μεταβατ. ἀπὸ μιᾶς προτάσεως εἰς ἄλλην· ὡσαύτως ἐν ἀρχῇ ἀποδόσεως, ἤτοι μὲν (μετὰ τὸ ὅτε), τότε ὄντως, Ἰλ. Γ. 213· μετὰ τὸ ἀλλ’ εἰ.., καὶ ὅμως, Π. 641. - Κυρίως ἐν ἀρχῇ περιόδου, ἤτοι ὅγ’ ὥς εἰπῶν Ἰλ. Β. 76, κτλ.· - ἀλλ’ ὅμωςὍμηρος θέτει τὸ μόριον τοῦτο μετὰ μίαν ἢ δυὸ ἄλλας λέξεις· μετὰ ἀντωνυμίαν, τὴν ἤτοι Β. 813· τῶν ἤτοι Δ. 237· τῆς ἤτοι Ὀδ. Μ. 86· ὅποτε δύναται νὰ παρεμβληθῇ τὸ δέ, οἱ δ’ ἤτοι Ἰλ. Μ. 141, κτλ.· ἢ ῥά, ὡς, τὸν ῥ’ ἤτοι Σ. 237· - μετὰ σύνδεσμον, ἀλλ’ ἤτοι Α. 140, κτλ.· ἔνθ’ ἤτοι Π. 339, Ὀδ. Γ. 126, κτλ.· ὄφρ’ Ἰλ. Ψ. 52, Ὀδ. Γ. 419· ὡς ἤτοι Ε. 24· σπανιώτετρον, καὶ νῦν ἤτοι, νῦν δ’ ἤτοι Δ. 151, Ἰλ. Τ. 23, Herm. Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 226. 2) παρὰ Γραμματ. μετ’ ἐπεξηγητικῆς ἐννοίας, ὡς τὸ ἤγουν, Λάτ. scilicet. II. = ἤ τοι, ἢ τῷ ὄντι.., κυρίως ἤτοι.., ἤ, ὡς ἐν Αἰσχύλ. Χο. 497, Σοφ. Ἀντ. 1142, Τρ. 150, Πλάτ. Φαίδωνι 68C, κτλ.· συχνάκις ὡσαύτως ἤτοι.... γε,... ἢ … Ἡρόδ. 1. 11, κτλ., πρβλ. Θουκ. 2. 40, κτλ.· - τὸν ἀντίστροφον τύπον ἢ..., ἤτοι.., ἀποδοκιμάζει ὁ Ἀπολλών. ἐν Α. Β. 486, ἀλλ’ ἁπαντᾷ ἐν Πινδ. Ν. 6. 8, Ἀποσπ. 103· - ὡσαύτως ἤτοι..., ἤ τοι..., ἀντὶ ἤ.., ἤ.., παρὰ μεταγενεστέρ. συγγραφ. ὡς Γαλην., πρβλ. Schäf. Γρηγ. Κορ. σ. 643.

French (Bailly abrégé)

1 adv. c.τοι : certes, assurément, en vérité;
2 conj. c.τοι : ou en vérité.
Étymologie: ἤ, τοι.