Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λιθοκόλλητος: Difference between revisions

From LSJ

L'amor che move il sole e l'altre stelleLove that moves the sun and the other stars

Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
(6_15)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λῐθοκόλλητος''': -ον, ([[κολλάω]]) κεχοσμημένος διὰ πολυτίμων λίθων, χιτὼν Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 200Β˙ ποτήρια Θεοφρ. Χαρακτ. 23, Παρμενίων παρ’ Ἀθην. 11, κεφ. 17˙ κρατῆρες Θεοπόμπ. Ἱστ. 125˙ περιτραχήλιον Πλουτ. Ἀλέξ. 32˙ πρβλ. Μένανδρ. ἐν «Παιδίῳ» 3˙ - μεταφορ., χάλυβος λ. [[στόμιον]], χαλινὸς χαλύβδινος ἔχων ἐγκεκολλημένους ὀξεῖς λίθους, ἀλλὰ κατὰ τὸν Jebb: «χαλινὸς χαλύβδινος [[ὅστις]] νὰ κρατῇ τὰ χείλη κεκλεισμένα ὡς προσκολλᾶται [[λίθος]] πρὸς λίθον», κατὰ δὲ τὸν Σχολιαστ. «λίθινον καὶ σκληρὸν χαλινὸν σεαυτῇ ἐπιβαλοῦσα», Σοφ. Τρ. 1261, [[ἔνθα]] ἴδε σημ. Jebb καὶ παράρτ. τοῦ [[αὐτοῦ]] ἐν σελ. 206˙ (ὁ Welck. προτείνει τὴν γραφήν, λυκοκόλλητον, ἴδε [[λύκος]] V. Ι). ΙΙ. τὸ λιθοκόλλητον, «μωσαïκόν», ψηφοθέτημα, Στράβ. 778, πρβλ. Θεοφρ. Λιθ. 35.
|lstext='''λῐθοκόλλητος''': -ον, ([[κολλάω]]) κεχοσμημένος διὰ πολυτίμων λίθων, χιτὼν Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 200Β˙ ποτήρια Θεοφρ. Χαρακτ. 23, Παρμενίων παρ’ Ἀθην. 11, κεφ. 17˙ κρατῆρες Θεοπόμπ. Ἱστ. 125˙ περιτραχήλιον Πλουτ. Ἀλέξ. 32˙ πρβλ. Μένανδρ. ἐν «Παιδίῳ» 3˙ - μεταφορ., χάλυβος λ. [[στόμιον]], χαλινὸς χαλύβδινος ἔχων ἐγκεκολλημένους ὀξεῖς λίθους, ἀλλὰ κατὰ τὸν Jebb: «χαλινὸς χαλύβδινος [[ὅστις]] νὰ κρατῇ τὰ χείλη κεκλεισμένα ὡς προσκολλᾶται [[λίθος]] πρὸς λίθον», κατὰ δὲ τὸν Σχολιαστ. «λίθινον καὶ σκληρὸν χαλινὸν σεαυτῇ ἐπιβαλοῦσα», Σοφ. Τρ. 1261, [[ἔνθα]] ἴδε σημ. Jebb καὶ παράρτ. τοῦ [[αὐτοῦ]] ἐν σελ. 206˙ (ὁ Welck. προτείνει τὴν γραφήν, λυκοκόλλητον, ἴδε [[λύκος]] V. Ι). ΙΙ. τὸ λιθοκόλλητον, «μωσαïκόν», ψηφοθέτημα, Στράβ. 778, πρβλ. Θεοφρ. Λιθ. 35.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> soudé avec du ciment, <i>càd</i> fortement scellé;<br /><b>2</b> incrusté de pierres précieuses.<br />'''Étymologie:''' [[λίθος]], [[κολλάω]].
}}
}}

Revision as of 19:37, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐθοκόλλητος Medium diacritics: λιθοκόλλητος Low diacritics: λιθοκόλλητος Capitals: ΛΙΘΟΚΟΛΛΗΤΟΣ
Transliteration A: lithokóllētos Transliteration B: lithokollētos Transliteration C: lithokollitos Beta Code: liqoko/llhtos

English (LSJ)

ον,

   A set with precious stones, χιτών Callix.2; ποτήρια Thphr.Char.23.3, Parmenioap.Ath.11.782a; κρατῆρες Theopomp. Hist.283 (a); φιάλαι Agatharch.102; περιτραχήλιον Plu.Alex. 32, cf. Men.372: metaph., χάλυβος λ. στόμιον a bit of steel set with stones (to make it sharper), S.Tr.1261 (lyr.).    II τὸ λ. inlaid work, mosaic, prob. in Str.16.4.19, cf. Thphr.Lap.35 (pl.).

German (Pape)

[Seite 45] mit Steinen gekittet, mit eingefügten Steinen, bes. eingesetzten Edelsteinen verziert, πάντα χρύσεα καὶ λιθ. περιττῶς ἐξειργασμένα ταῖς τέχναις, Ath. IV, 147 f; φιάλαι, II, 48 f; χιτῶνες, ib. V, 200 b; περιτραχήλιον, Plut. Alex. 32; χλιδών, D. Sic. 5, 47; κεκρύφαλον, Agath. V (V, 276); vgl. noch Strab. XVI, 779, ὀροφαὶ δι' ἐλέφαντος καὶ χρυσοῦ καὶ λιθοκολλήτου διαπεποικιλμένα, Verzierung mit Edelsteinen od. Marmor. – Uebertr., ψυχὴ σκληρά, χάλυβος λιθοκόλλητον στόμιον παρέχουσα, Soph. Tr. 1251, gleichsam einen stählernen Steinzügel anlegend.

Greek (Liddell-Scott)

λῐθοκόλλητος: -ον, (κολλάω) κεχοσμημένος διὰ πολυτίμων λίθων, χιτὼν Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 200Β˙ ποτήρια Θεοφρ. Χαρακτ. 23, Παρμενίων παρ’ Ἀθην. 11, κεφ. 17˙ κρατῆρες Θεοπόμπ. Ἱστ. 125˙ περιτραχήλιον Πλουτ. Ἀλέξ. 32˙ πρβλ. Μένανδρ. ἐν «Παιδίῳ» 3˙ - μεταφορ., χάλυβος λ. στόμιον, χαλινὸς χαλύβδινος ἔχων ἐγκεκολλημένους ὀξεῖς λίθους, ἀλλὰ κατὰ τὸν Jebb: «χαλινὸς χαλύβδινος ὅστις νὰ κρατῇ τὰ χείλη κεκλεισμένα ὡς προσκολλᾶται λίθος πρὸς λίθον», κατὰ δὲ τὸν Σχολιαστ. «λίθινον καὶ σκληρὸν χαλινὸν σεαυτῇ ἐπιβαλοῦσα», Σοφ. Τρ. 1261, ἔνθα ἴδε σημ. Jebb καὶ παράρτ. τοῦ αὐτοῦ ἐν σελ. 206˙ (ὁ Welck. προτείνει τὴν γραφήν, λυκοκόλλητον, ἴδε λύκος V. Ι). ΙΙ. τὸ λιθοκόλλητον, «μωσαïκόν», ψηφοθέτημα, Στράβ. 778, πρβλ. Θεοφρ. Λιθ. 35.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 soudé avec du ciment, càd fortement scellé;
2 incrusté de pierres précieuses.
Étymologie: λίθος, κολλάω.