εἰσέχω: Difference between revisions
Τὰ χρήματ' ἀνθρώποισιν εὑρίσκει φίλους → Invenit amicos hominibuspecunia → Was den Menschen Freunde findet, ist das Geld
(6_13a) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εἰσέχω''': μέλλ. -ξω, ἐν χρήσει ἀμεταβ. παρ’ Ἡροδ., ἐκτείνομαι [[πρός]], [[κόλπος]] ἐκ τῆς βορηΐης θαλάσσης ἐσέχων ἐπὶ Αἰθιοπίης, [[κόλπος]] εἰσχωρῶν ἐκ τῆς βορείου θαλάσσης πρὸς τὴν Αἰθιοπίαν, Ἡρόδ. 2. 11· ἡ [[διῶρυξ]] ἐσέχει ἐς ποταμὸν ὁ αὐτ. 1. 193· ἦν [[θάλαμος]] ἐσέχων ἐς τὸν ἀνδρεῶνα, [[θάλαμος]] ἔχων ἔξοδον εἰς τὸν ἀνδρῶνα, ὁ αὐτ. 3. 78· ἐς τὸν οἶκον ἐσέχων ὁ [[ἥλιος]], εἰσερχόμενος εἰς τὴν οἰκίαν, λάμπων εἰς αὐτήν, ὁ αὐτ. 8. 137· - ἀπολ., ἐκ τοῦ Νείλου διώρυχες ἐσέχουσι (ἐνν. εἰς τὴν γῆν) ὁ αὐτ. 2. 138. ΙΙ. ἐπὶ εἰκὸνων, τὸ ἐσέχον [[εἶναι]] τὸ ἐν τῇ σκιᾷ [[μέρος]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐξέχον, τὸ ἐν τῷ φωτί, Φιλόστρ. 72. | |lstext='''εἰσέχω''': μέλλ. -ξω, ἐν χρήσει ἀμεταβ. παρ’ Ἡροδ., ἐκτείνομαι [[πρός]], [[κόλπος]] ἐκ τῆς βορηΐης θαλάσσης ἐσέχων ἐπὶ Αἰθιοπίης, [[κόλπος]] εἰσχωρῶν ἐκ τῆς βορείου θαλάσσης πρὸς τὴν Αἰθιοπίαν, Ἡρόδ. 2. 11· ἡ [[διῶρυξ]] ἐσέχει ἐς ποταμὸν ὁ αὐτ. 1. 193· ἦν [[θάλαμος]] ἐσέχων ἐς τὸν ἀνδρεῶνα, [[θάλαμος]] ἔχων ἔξοδον εἰς τὸν ἀνδρῶνα, ὁ αὐτ. 3. 78· ἐς τὸν οἶκον ἐσέχων ὁ [[ἥλιος]], εἰσερχόμενος εἰς τὴν οἰκίαν, λάμπων εἰς αὐτήν, ὁ αὐτ. 8. 137· - ἀπολ., ἐκ τοῦ Νείλου διώρυχες ἐσέχουσι (ἐνν. εἰς τὴν γῆν) ὁ αὐτ. 2. 138. ΙΙ. ἐπὶ εἰκὸνων, τὸ ἐσέχον [[εἶναι]] τὸ ἐν τῇ σκιᾷ [[μέρος]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐξέχον, τὸ ἐν τῷ φωτί, Φιλόστρ. 72. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> εἰσέξω, <i>etc.</i><br /><b>1</b> se porter dans <i>ou</i> sur : [[ἐς]] θάλασσαν HDT, [[ἐς]] ποταμόν HDT tomber dans la mer, dans un fleuve <i>en parl. de canaux</i> ; [[ἐς]] τὸν οἶκον HDT entrer dans la maison (par la cheminée) <i>en parl. du soleil</i> ; [[ἐς]] τὸν ἀνδρεῶνα HDT donner (<i>càd</i> avoir issue) sur l’appartement des hommes;<br /><b>2</b> s’étendre jusqu’à : ἐπ’ Αἰθιοπίης HDT jusqu’à l’Éthiopie <i>en parl. d’un golfe</i>.<br />'''Étymologie:''' [[εἰς]], [[ἔχω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:37, 9 August 2017
English (LSJ)
used intr. by Hdt.,
A stretch into, κόλπος ἐκ τῆς βορηΐης θαλάσσης ἐσέχων ἐπὶ Αἰθιοπίης a bay running in from the north sea towards Ethiopia, Hdt.2.11 ; ἡ μεγίστη τῶν διωρύχων ἐσέχει ἐς ποταμόν Id.1.193 ; ἦν θάλαμος ἐσέχων ἐς τὸν ἀνδρεῶνα the chamber opened into the men's apartment, Id.3.78 ; ἐς τὸν οἶκον ἐσέχων ὁ ἥλιος the sun shining into the house, Id.8.137 : abs., ἐκ τοῦ Νείλου διώρυχες ἐσέχουσι (sc. ἐς τὴν γῆν) Id.2.138. II in pictures, τὸ ἐσέχον is the retiring part, the shade, opp. ἐξέχον (the high lights), Philostr. VA 2.20. b στέρνα ἐσέχοντα hollow chests, Id.Gym.35.
German (Pape)
[Seite 743] (s. ἔχω), hineinreichen, sich hineinerstrecken, ἐς ποταμόν, ἐς θάλασσαν, Her. 1, 193. 2, 158 u. öfter; κόλπος ἐκ τῆς βορηΐης θαλάσσης ἐςέχων ἐπὶ Αἰθιοπίης, der sich nach Aethiopien hineinerstreckt, 2, 12; Plut. Alex. 44. Aehnlich θάλαμος ἐςέχων ἐς τὸν ἀνδρεῶνα, hat einen Ausgang dahin, Her. 3, 78; ἐς τὸν οἶκον ἐςέχων ὁ ἥλιος, die in das Haus hineinscheinende Sonne, 8, 137. – In Gemälden ist τὸ εἰσέχον der Schatten, Philostr. v. Apoll. 2, 20.
Greek (Liddell-Scott)
εἰσέχω: μέλλ. -ξω, ἐν χρήσει ἀμεταβ. παρ’ Ἡροδ., ἐκτείνομαι πρός, κόλπος ἐκ τῆς βορηΐης θαλάσσης ἐσέχων ἐπὶ Αἰθιοπίης, κόλπος εἰσχωρῶν ἐκ τῆς βορείου θαλάσσης πρὸς τὴν Αἰθιοπίαν, Ἡρόδ. 2. 11· ἡ διῶρυξ ἐσέχει ἐς ποταμὸν ὁ αὐτ. 1. 193· ἦν θάλαμος ἐσέχων ἐς τὸν ἀνδρεῶνα, θάλαμος ἔχων ἔξοδον εἰς τὸν ἀνδρῶνα, ὁ αὐτ. 3. 78· ἐς τὸν οἶκον ἐσέχων ὁ ἥλιος, εἰσερχόμενος εἰς τὴν οἰκίαν, λάμπων εἰς αὐτήν, ὁ αὐτ. 8. 137· - ἀπολ., ἐκ τοῦ Νείλου διώρυχες ἐσέχουσι (ἐνν. εἰς τὴν γῆν) ὁ αὐτ. 2. 138. ΙΙ. ἐπὶ εἰκὸνων, τὸ ἐσέχον εἶναι τὸ ἐν τῇ σκιᾷ μέρος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐξέχον, τὸ ἐν τῷ φωτί, Φιλόστρ. 72.
French (Bailly abrégé)
f. εἰσέξω, etc.
1 se porter dans ou sur : ἐς θάλασσαν HDT, ἐς ποταμόν HDT tomber dans la mer, dans un fleuve en parl. de canaux ; ἐς τὸν οἶκον HDT entrer dans la maison (par la cheminée) en parl. du soleil ; ἐς τὸν ἀνδρεῶνα HDT donner (càd avoir issue) sur l’appartement des hommes;
2 s’étendre jusqu’à : ἐπ’ Αἰθιοπίης HDT jusqu’à l’Éthiopie en parl. d’un golfe.
Étymologie: εἰς, ἔχω.