συνασχαλάω: Difference between revisions

From LSJ

νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)

Source
(6_4)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνασχᾰλάω''': ἀγανακτῶ [[ὁμοῦ]] μετά τινος, τίς οὐ ξυνασχαλᾷ κακοῖς τεοῖσι; Αἰσχύλ. Πρ. 161, πρβλ. 243· ἀλλ’ ἐν στίχ. 303, θεωρήσων τύχας ἐμάς..., καὶ ξυνασχαλῶν κακοῖς, ― τὸ ξυνασχαλῶν θὰ [[εἶναι]] μέλλ. τοῦ συνασχάλλω· ἴδε ἐν λέξει [[ἀσχαλάω]].
|lstext='''συνασχᾰλάω''': ἀγανακτῶ [[ὁμοῦ]] μετά τινος, τίς οὐ ξυνασχαλᾷ κακοῖς τεοῖσι; Αἰσχύλ. Πρ. 161, πρβλ. 243· ἀλλ’ ἐν στίχ. 303, θεωρήσων τύχας ἐμάς..., καὶ ξυνασχαλῶν κακοῖς, ― τὸ ξυνασχαλῶν θὰ [[εἶναι]] μέλλ. τοῦ συνασχάλλω· ἴδε ἐν λέξει [[ἀσχαλάω]].
}}
{{bailly
|btext=compatir à, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀσχαλάω]].
}}
}}

Revision as of 19:37, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνασχᾰλάω Medium diacritics: συνασχαλάω Low diacritics: συνασχαλάω Capitals: ΣΥΝΑΣΧΑΛΑΩ
Transliteration A: synaschaláō Transliteration B: synaschalaō Transliteration C: synaschalao Beta Code: sunasxala/w

English (LSJ)

   A sympathize indignantly with, τίς οὐ ξυνασχαλᾷ κακοῖς τεοῖσι; A.Pr.162 (lyr.), cf. 245; but in 305, θεωρήσων τύχας ἐμὰς... καὶ ξυνασχαλῶν κακοῖς, ξυνασχαλῶν must be fut. of συνασχάλλω.

German (Pape)

[Seite 1005] = Folgdm; τίς οὐ ξυνασχαλᾷ κακοῖς τεοῖσι, Aesch. Prom. 161, vgl. 243. 303.

Greek (Liddell-Scott)

συνασχᾰλάω: ἀγανακτῶ ὁμοῦ μετά τινος, τίς οὐ ξυνασχαλᾷ κακοῖς τεοῖσι; Αἰσχύλ. Πρ. 161, πρβλ. 243· ἀλλ’ ἐν στίχ. 303, θεωρήσων τύχας ἐμάς..., καὶ ξυνασχαλῶν κακοῖς, ― τὸ ξυνασχαλῶν θὰ εἶναι μέλλ. τοῦ συνασχάλλω· ἴδε ἐν λέξει ἀσχαλάω.

French (Bailly abrégé)

compatir à, τινι.
Étymologie: σύν, ἀσχαλάω.