ἄχορος: Difference between revisions
κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)
(6_17) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἄχορος''': -ον, ὁ [[ἄνευ]] χοροῦ, ἐπιθ. τοῦ Ἄρεως, δηλοῦν τὴν φρίκην τοῦ πολέμου, Αἰσχύλ. Ἱκ. 635,681· περὶ τοῦ θανάτου, μοῖρ’... [[ἄλυρος]], ἄχ. Σοφ. Ο.Κ.1223· ἄχ. στοναχαί Εὐρ. Ἀνδρ. 1038. | |lstext='''ἄχορος''': -ον, ὁ [[ἄνευ]] χοροῦ, ἐπιθ. τοῦ Ἄρεως, δηλοῦν τὴν φρίκην τοῦ πολέμου, Αἰσχύλ. Ἱκ. 635,681· περὶ τοῦ θανάτου, μοῖρ’... [[ἄλυρος]], ἄχ. Σοφ. Ο.Κ.1223· ἄχ. στοναχαί Εὐρ. Ἀνδρ. 1038. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />non accompagné de danses ; triste, affreux.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[χορός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:37, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A without the dance, epith. of Ares, to mark the horrors of war, A.Supp.681 (lyr.); of death, μοῖρ' . . ἄλυρος, ἄ. S.OC1222 (lyr.); ἄ. στοναχαί v.l. in E.Andr.1037 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 419] ohne Reigentänze, θυσία Plut. de aud. poet. 2; traurig, μοῖρα Soph. O. C. 1224; στοναχὰς ἐμέλποντο Eur. Andr. 1038; – Ἄρης, der sich an Tänzen nicht ergötzt, Aesch. Suppl. 638.
Greek (Liddell-Scott)
ἄχορος: -ον, ὁ ἄνευ χοροῦ, ἐπιθ. τοῦ Ἄρεως, δηλοῦν τὴν φρίκην τοῦ πολέμου, Αἰσχύλ. Ἱκ. 635,681· περὶ τοῦ θανάτου, μοῖρ’... ἄλυρος, ἄχ. Σοφ. Ο.Κ.1223· ἄχ. στοναχαί Εὐρ. Ἀνδρ. 1038.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non accompagné de danses ; triste, affreux.
Étymologie: ἀ, χορός.