ἐνδιαφθείρω: Difference between revisions
From LSJ
(6_13b) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐνδιαφθείρω''': μέλλ. -ερῶ, [[διαφθείρω]], [[καταστρέφω]] τι [[ἐντός]], Πλούτ. 2. 658C· αἱ ἑταῖραι αἱ δημόσιαι... γιγνώσκουσι ὁκόταν λάβωσιν ἐν γαστρί, κἄπειτ’ ἐνδιαφθείρουσι, καταστρέφουσι τὸ [[ἔμβρυον]] ἐν τῇ μήτρᾳ, Ἱππ. 254. 6. | |lstext='''ἐνδιαφθείρω''': μέλλ. -ερῶ, [[διαφθείρω]], [[καταστρέφω]] τι [[ἐντός]], Πλούτ. 2. 658C· αἱ ἑταῖραι αἱ δημόσιαι... γιγνώσκουσι ὁκόταν λάβωσιν ἐν γαστρί, κἄπειτ’ ἐνδιαφθείρουσι, καταστρέφουσι τὸ [[ἔμβρυον]] ἐν τῇ μήτρᾳ, Ἱππ. 254. 6. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=détruire dans.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[διαφθείρω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:38, 9 August 2017
English (LSJ)
fut. -ερῶ,
A to destroy in, dub. in Plu.2.658c; destroy a child in the womb, Hp.Carn.19.
German (Pape)
[Seite 834] darin verderben, vernichten, Hippocr. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνδιαφθείρω: μέλλ. -ερῶ, διαφθείρω, καταστρέφω τι ἐντός, Πλούτ. 2. 658C· αἱ ἑταῖραι αἱ δημόσιαι... γιγνώσκουσι ὁκόταν λάβωσιν ἐν γαστρί, κἄπειτ’ ἐνδιαφθείρουσι, καταστρέφουσι τὸ ἔμβρυον ἐν τῇ μήτρᾳ, Ἱππ. 254. 6.