προσλογίζομαι: Difference between revisions
(6_5) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προσλογίζομαι''': ἀποθ., ὑπολογίζω ἢ [[λογαριάζω]] ἐπὶ πλέον· τινί τι Ἡρόδ. 2. 16., 5. 54, Λυσί. 155. 41· ― οὕτω ῥημ. ἐπίθ. προσλογιστέον, -έα, Ἱππ. 50. 33, Ἡρόδ. 7. 185. 2) [[λογαριάζω]] [[προσέτι]], Ἀριστ. π. Οὐρ. 2. 13, 9. 3) [[καταλογίζομαι]], ἀποδίδω τι εἴς τινα, τὸ αἰσχρὸν πρ. τινι Πλουτ. Κάμιλλ. 28. ΙΙ. [[παραβάλλω]], τινί τι Ἀριστείδ. 1. 450. ΙΙΙ. θεωρῶ, [[κρίνω]] [[προσέτι]], ὡς...· Πλουτ. Δημήτρ. 38. | |lstext='''προσλογίζομαι''': ἀποθ., ὑπολογίζω ἢ [[λογαριάζω]] ἐπὶ πλέον· τινί τι Ἡρόδ. 2. 16., 5. 54, Λυσί. 155. 41· ― οὕτω ῥημ. ἐπίθ. προσλογιστέον, -έα, Ἱππ. 50. 33, Ἡρόδ. 7. 185. 2) [[λογαριάζω]] [[προσέτι]], Ἀριστ. π. Οὐρ. 2. 13, 9. 3) [[καταλογίζομαι]], ἀποδίδω τι εἴς τινα, τὸ αἰσχρὸν πρ. τινι Πλουτ. Κάμιλλ. 28. ΙΙ. [[παραβάλλω]], τινί τι Ἀριστείδ. 1. 450. ΙΙΙ. θεωρῶ, [[κρίνω]] [[προσέτι]], ὡς...· Πλουτ. Δημήτρ. 38. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> προσλογιοῦμαι;<br /><b>1</b> compter <i>ou</i> calculer en outre, acc. ; [[τί]] τινι compter une ch. en outre d’une autre;<br /><b>2</b> mettre au compte de, imputer, attribuer : [[τί]] τινι mettre qch au compte de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[λογίζομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:39, 9 August 2017
English (LSJ)
fut.
A -ιοῦμαι Luc.Alex.1; reckon or count in addition, Hdt.2.16, Lys.19.44; ὁδὸν ταύτῃ Hdt.5.54:—Pass., to be reckoned in, Scyl.113, PPetr.3p.118 (iii B.C.), PTeb.61 (b).190 (ii B.C.), etc. 2 take into account besides, Arist.Cael.294a4; τῷ πλέον διδόναι π. τὸ αἰσχρόν Plu.Cam.28. II compare, τὸ ἑκατέρων ἦθος τῇ πράξει Aristid.1.450J. III consider besides, ὡς . . Plu.Demetr. 38.
German (Pape)
[Seite 772] dazurechnen, -zählen, τινί τι, Her. 5, 54; Lys. 19, 44 u. Sp., wie Luc. Alex. 1.
Greek (Liddell-Scott)
προσλογίζομαι: ἀποθ., ὑπολογίζω ἢ λογαριάζω ἐπὶ πλέον· τινί τι Ἡρόδ. 2. 16., 5. 54, Λυσί. 155. 41· ― οὕτω ῥημ. ἐπίθ. προσλογιστέον, -έα, Ἱππ. 50. 33, Ἡρόδ. 7. 185. 2) λογαριάζω προσέτι, Ἀριστ. π. Οὐρ. 2. 13, 9. 3) καταλογίζομαι, ἀποδίδω τι εἴς τινα, τὸ αἰσχρὸν πρ. τινι Πλουτ. Κάμιλλ. 28. ΙΙ. παραβάλλω, τινί τι Ἀριστείδ. 1. 450. ΙΙΙ. θεωρῶ, κρίνω προσέτι, ὡς...· Πλουτ. Δημήτρ. 38.
French (Bailly abrégé)
f. προσλογιοῦμαι;
1 compter ou calculer en outre, acc. ; τί τινι compter une ch. en outre d’une autre;
2 mettre au compte de, imputer, attribuer : τί τινι mettre qch au compte de qqn.
Étymologie: πρός, λογίζομαι.