διακράζω: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_20)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διακράζω''': συνεχῶς [[κράζω]], φωνάζω, [[κραυγάζω]], Ἀριστοφ. Ὄρν. 307. ΙΙ. δ. τινί, [[διαγωνίζομαι]] [[πρός]] τινα εἰς τὸ κραυγάζειν, εἶμαι [[ἀντίπαλος]] [[αὐτοῦ]] εἰς τοῦτο, ὁ αὐτ. Ἱππ. 1403.
|lstext='''διακράζω''': συνεχῶς [[κράζω]], φωνάζω, [[κραυγάζω]], Ἀριστοφ. Ὄρν. 307. ΙΙ. δ. τινί, [[διαγωνίζομαι]] [[πρός]] τινα εἰς τὸ κραυγάζειν, εἶμαι [[ἀντίπαλος]] [[αὐτοῦ]] εἰς τοῦτο, ὁ αὐτ. Ἱππ. 1403.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> crier continuellement;<br /><b>2</b> crier à qui mieux mieux.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[κράζω]].
}}
}}