ἀμφιμέλας: Difference between revisions
ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)
(6_4) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀμφιμέλας''': -αινα, ᾰν, ὁλόγυρα [[μέλας]], παρ’ Ὁμ. ἀείποτε, φρένες ἀμφιμέλαιναι - τὸ ὁποῖον δύναται [[ἐνιαχοῦ]] νὰ ἑρμηνευθῇ: ἐσκοτισμένος ὑπὸ ὀργῆς ἢ θλίψεως, Ἰλ. Α. 103, Ρ. 83, Ὀδ. Δ. 661· οὐχὶ [[ὅμως]] καὶ ἐν Ἰλ. Ρ. 499, 573· [[ὥστε]] [[εἶναι]] πιθανὸν ὅτι ἡ [[λέξις]] ἀείποτε ἀναφέρεται εἰς τὴν θέσιν τῶν φρενῶν, [[ἤτοι]] τοῦ διαφράγματος, αἱ ἐν σκότει κείμεναι, αἱ ὑπὸ σκότους περιβαλλόμεναι φρένες. | |lstext='''ἀμφιμέλας''': -αινα, ᾰν, ὁλόγυρα [[μέλας]], παρ’ Ὁμ. ἀείποτε, φρένες ἀμφιμέλαιναι - τὸ ὁποῖον δύναται [[ἐνιαχοῦ]] νὰ ἑρμηνευθῇ: ἐσκοτισμένος ὑπὸ ὀργῆς ἢ θλίψεως, Ἰλ. Α. 103, Ρ. 83, Ὀδ. Δ. 661· οὐχὶ [[ὅμως]] καὶ ἐν Ἰλ. Ρ. 499, 573· [[ὥστε]] [[εἶναι]] πιθανὸν ὅτι ἡ [[λέξις]] ἀείποτε ἀναφέρεται εἰς τὴν θέσιν τῶν φρενῶν, [[ἤτοι]] τοῦ διαφράγματος, αἱ ἐν σκότει κείμεναι, αἱ ὑπὸ σκότους περιβαλλόμεναι φρένες. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=αινα, αν;<br />tout obscurci <i>ou</i> aveuglé (par la colère, la douleur, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[ἀμφί]], [[μέλας]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:41, 9 August 2017
English (LSJ)
-μέλαινα, -μέλᾰν,
A black all round: Hom. always epith. of φρένες (best written divisim, as by Alex. critics), darkened on either side, of strong emotions, as anger, Il.1.103, 17.83, Od.4.661; courage, Il.17.499,573: prob. metaph. from an angry sea. 2 generally, ἀ. κόνις coal-black dust, AP7.738 (Theodorid.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφιμέλας: -αινα, ᾰν, ὁλόγυρα μέλας, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε, φρένες ἀμφιμέλαιναι - τὸ ὁποῖον δύναται ἐνιαχοῦ νὰ ἑρμηνευθῇ: ἐσκοτισμένος ὑπὸ ὀργῆς ἢ θλίψεως, Ἰλ. Α. 103, Ρ. 83, Ὀδ. Δ. 661· οὐχὶ ὅμως καὶ ἐν Ἰλ. Ρ. 499, 573· ὥστε εἶναι πιθανὸν ὅτι ἡ λέξις ἀείποτε ἀναφέρεται εἰς τὴν θέσιν τῶν φρενῶν, ἤτοι τοῦ διαφράγματος, αἱ ἐν σκότει κείμεναι, αἱ ὑπὸ σκότους περιβαλλόμεναι φρένες.
French (Bailly abrégé)
αινα, αν;
tout obscurci ou aveuglé (par la colère, la douleur, etc.).
Étymologie: ἀμφί, μέλας.