ἀμπελουργέω: Difference between revisions

From LSJ

μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά → you are worried and bothered about so many things, thou art careful and troubled about many things, you are worried and upset about many things

Source
(6_6)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμπελουργέω''': ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ., [[ἐργάζομαι]] ἐν ἀμπελῶνι, καλλιεργῶ ἄμπ. ἰδίως, [[κλαδεύω]] ἢ περιποιοῦμαι τὰ κλήματα, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 3. 7, 5, Λουκ. Ἀλ. Ἱστ. 1. 39· κατὰ παθ., [[ἄμπελος]] ἀμπελουργουμένη Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 3. 14, 1. 2) μεταφ., λεηλατῶ, λαφυραγωγῶ, πόλιν Αἰσχίν. 77. 25.
|lstext='''ἀμπελουργέω''': ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ., [[ἐργάζομαι]] ἐν ἀμπελῶνι, καλλιεργῶ ἄμπ. ἰδίως, [[κλαδεύω]] ἢ περιποιοῦμαι τὰ κλήματα, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 3. 7, 5, Λουκ. Ἀλ. Ἱστ. 1. 39· κατὰ παθ., [[ἄμπελος]] ἀμπελουργουμένη Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 3. 14, 1. 2) μεταφ., λεηλατῶ, λαφυραγωγῶ, πόλιν Αἰσχίν. 77. 25.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>seul. prés.</i><br /><b>1</b> travailler la vigne;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> exploiter comme une vigne, pressurer.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμπελουργός]].
}}
}}

Revision as of 19:41, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμπελουργέω Medium diacritics: ἀμπελουργέω Low diacritics: αμπελουργέω Capitals: ΑΜΠΕΛΟΥΡΓΕΩ
Transliteration A: ampelourgéō Transliteration B: ampelourgeō Transliteration C: ampelourgeo Beta Code: a)mpelourge/w

English (LSJ)

fut.

   A -ήσω Philostr.Im.2.17; work in or cultivate vineyard, esp. dress or strip vines, Ar.Fr.43 D., Thphr.CP3.7.5, Plu.Phil.4, Luc.VH1.39:—Pass., ἄμπελος ἀμπελουργουμένη Thphr. CP3.14.1.    2 metaph., strip, plunder, πόλιν D.ap.Aeschin.3.166.

German (Pape)

[Seite 129] Wein bauen, bes, die Reben beschneiden, Theophr.; Luc. V. H. 1, 39; ὁ ἀμπελουργῶν, Winzer, Plut. Philop. 4; bildlich, τὴν πόλιν, plündern, Aesch. 3, 166.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμπελουργέω: ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ., ἐργάζομαι ἐν ἀμπελῶνι, καλλιεργῶ ἄμπ. ἰδίως, κλαδεύω ἢ περιποιοῦμαι τὰ κλήματα, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 3. 7, 5, Λουκ. Ἀλ. Ἱστ. 1. 39· κατὰ παθ., ἄμπελος ἀμπελουργουμένη Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 3. 14, 1. 2) μεταφ., λεηλατῶ, λαφυραγωγῶ, πόλιν Αἰσχίν. 77. 25.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
seul. prés.
1 travailler la vigne;
2 fig. exploiter comme une vigne, pressurer.
Étymologie: ἀμπελουργός.