ἄμωμος: Difference between revisions

From LSJ

Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank

Menander, Monostichoi, 347
(6_16)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄμωμος''': -ον, [[ἄνευ]] μώμου ἢ ἐλαττώματος, ἄμεμπος, Σιμων. Ἰαμβ. 4, Ἡρόδ. 2. 177· κάλλει Αἰσχύλ. Πέρσ. 182· ἐν χρήσει ἐν ἐπιταφίοις, Συλλογ. Ἐπιγρ. 1974, καὶ ἀλλ. - Ἐπίρρ. -μως Ἐκκλ.
|lstext='''ἄμωμος''': -ον, [[ἄνευ]] μώμου ἢ ἐλαττώματος, ἄμεμπος, Σιμων. Ἰαμβ. 4, Ἡρόδ. 2. 177· κάλλει Αἰσχύλ. Πέρσ. 182· ἐν χρήσει ἐν ἐπιταφίοις, Συλλογ. Ἐπιγρ. 1974, καὶ ἀλλ. - Ἐπίρρ. -μως Ἐκκλ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />irréprochable.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[μῶμος]].
}}
}}

Revision as of 19:42, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄμωμος Medium diacritics: ἄμωμος Low diacritics: άμωμος Capitals: ΑΜΩΜΟΣ
Transliteration A: ámōmos Transliteration B: amōmos Transliteration C: amomos Beta Code: a)/mwmos

English (LSJ)

ον,

   A blameless, Semon.4; νόμος Hdt.2.177; without blemish, εἶδος ἄ. Hes.Th.259; κάλλει A.Pers.185; in epitaphs, CIG1974 (Thessalonica), al.    2 unblemished, of victims, etc., LXX Ex.29.1, al., 1 Ep.Pet.1.19, Ph.1.171, al.    3 unimpaired, perfect, ὑγίεια IG5(1).1119 (Geronthrae, iv B. C.).

German (Pape)

[Seite 147] untadelig, tadellos, Her. 2, 177; Aesch. Pers. 181; Theocr. 18, 25. Vgl. ἀμύμων.

Greek (Liddell-Scott)

ἄμωμος: -ον, ἄνευ μώμου ἢ ἐλαττώματος, ἄμεμπος, Σιμων. Ἰαμβ. 4, Ἡρόδ. 2. 177· κάλλει Αἰσχύλ. Πέρσ. 182· ἐν χρήσει ἐν ἐπιταφίοις, Συλλογ. Ἐπιγρ. 1974, καὶ ἀλλ. - Ἐπίρρ. -μως Ἐκκλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
irréprochable.
Étymologie: ἀ, μῶμος.