ἀνορθόω: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz

Menander, Monostichoi, 423
(6_14)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνορθόω''': μέλλ. -ώσω: ἀόρ. ἀνώρθωσα Εὐρ. Ἄλκ. 1138, Ἰσοκρ. 95Δ, κτλ. (πρβλ. [[κατορθόω]]): ― ὑπερσ. [[μετὰ]] διπλῆς αὐξήσεως ἠνωρθώκειν Λιβάν., ἴδε Λοβ. Φρύνιχ. 154: ἡ διπλὴ [[αὔξησις]] [[εἶναι]] [[συνήθης]] ἐν τῷ συνθέτῳ [[ἐπανορθόω]], πρβλ. [[συνεπανορθόω]]. Ἀνεγείρω ἐκ νέου, [[ἀνακαινίζω]], ἀνοικοδομῶ, τὸν νηὸν Ἡρόδ. 1. 19· τὸ [[τεῖχος]] 7. 208· καὶ τὸ [[στρατόπεδον]], «ὃ κατεκαύθη ὑπὸ των Συρακοσίων, [[αὖθις]] ἀνορθώσαντες διεχείμαζον Θουκ. 6. 88, κτλ.· [[ὑποβαστάζω]] τι, κρατῶ τι ὄρθιον, πειρῶ δ’ ἀνορθοῦν σῶμ’ ἐμόν, καγὼ τὸ σὸν Εὐρ. Βάκχ. 364: ― Μέσ., ἀνορθοῦσθαι τὰ πίπτοντα τῶν οἰκοδομημάτων, ἐπὶ τῶν ἐπιμελητῶν, [[φροντίζω]] νὰ [[ἀνακαινίζω]] τὰ ἑτοιμόρροπα τῶν οἰκοδομημάτων, Ἀριστ. Πολ. 6. 8. 18. 2) [[ἐπαναφέρω]] τι εἰς προτέραν [[αὐτοῦ]] [[ἀκμήν]], ἀνορθῶ, ἴθ, ὦ βροτῶν ἄριστ’, ἀνόρθωσον πόλιν Σοφ. Ο. Τ. 46. 51, Πλάτ. Νόμ. 919D. 3) ἐπανορθῶ, διορθώνω, σὺ γὰρ μ’ ἀνορθοῖς Εὐρ. Ἱκ. 1228· τὰ ἀλλότρια κακὰ Πλάτ. Πολ. 346Ε.
|lstext='''ἀνορθόω''': μέλλ. -ώσω: ἀόρ. ἀνώρθωσα Εὐρ. Ἄλκ. 1138, Ἰσοκρ. 95Δ, κτλ. (πρβλ. [[κατορθόω]]): ― ὑπερσ. [[μετὰ]] διπλῆς αὐξήσεως ἠνωρθώκειν Λιβάν., ἴδε Λοβ. Φρύνιχ. 154: ἡ διπλὴ [[αὔξησις]] [[εἶναι]] [[συνήθης]] ἐν τῷ συνθέτῳ [[ἐπανορθόω]], πρβλ. [[συνεπανορθόω]]. Ἀνεγείρω ἐκ νέου, [[ἀνακαινίζω]], ἀνοικοδομῶ, τὸν νηὸν Ἡρόδ. 1. 19· τὸ [[τεῖχος]] 7. 208· καὶ τὸ [[στρατόπεδον]], «ὃ κατεκαύθη ὑπὸ των Συρακοσίων, [[αὖθις]] ἀνορθώσαντες διεχείμαζον Θουκ. 6. 88, κτλ.· [[ὑποβαστάζω]] τι, κρατῶ τι ὄρθιον, πειρῶ δ’ ἀνορθοῦν σῶμ’ ἐμόν, καγὼ τὸ σὸν Εὐρ. Βάκχ. 364: ― Μέσ., ἀνορθοῦσθαι τὰ πίπτοντα τῶν οἰκοδομημάτων, ἐπὶ τῶν ἐπιμελητῶν, [[φροντίζω]] νὰ [[ἀνακαινίζω]] τὰ ἑτοιμόρροπα τῶν οἰκοδομημάτων, Ἀριστ. Πολ. 6. 8. 18. 2) [[ἐπαναφέρω]] τι εἰς προτέραν [[αὐτοῦ]] [[ἀκμήν]], ἀνορθῶ, ἴθ, ὦ βροτῶν ἄριστ’, ἀνόρθωσον πόλιν Σοφ. Ο. Τ. 46. 51, Πλάτ. Νόμ. 919D. 3) ἐπανορθῶ, διορθώνω, σὺ γὰρ μ’ ἀνορθοῖς Εὐρ. Ἱκ. 1228· τὰ ἀλλότρια κακὰ Πλάτ. Πολ. 346Ε.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>ao.</i> ἀνώρθωσα;<br />rebâtir, relever, restaurer, rétablir.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[ὀρθόω]].
}}
}}

Revision as of 19:42, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνορθόω Medium diacritics: ἀνορθόω Low diacritics: ανορθόω Capitals: ΑΝΟΡΘΟΩ
Transliteration A: anorthóō Transliteration B: anorthoō Transliteration C: anorthoo Beta Code: a)norqo/w

English (LSJ)

aor. ἀνώρθωσα E Alc.1138, Isoc.5.64, etc.: plpf. with double augm. ἠνωρθώκει v.l. in Lib.Ep.1039: the double augm. is common in the compd. ἐπανορθόω:—

   A set up again, restore, rebuild, τὸν νηόν Hdt.1.19; τὸ τεῖχος 7.208; τὸ στρατόπεδον Th.6.88, etc.; τὸ σῶμά τινος E.Ba.364:—Med., ἀνορθοῦσθαι τὰ πίπτοντα τῶν οἰκοδομημάτων have them rebuilt, Arist.Pol.1322b20.    2 restore to health or well being. πόλιν S.OT46: τινά Pl.Lg.919d.    3 set straight again, set right, correct, τινά E.Supp.1228; τὰ ἀλλότρια κακά Pl.R. 346e.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνορθόω: μέλλ. -ώσω: ἀόρ. ἀνώρθωσα Εὐρ. Ἄλκ. 1138, Ἰσοκρ. 95Δ, κτλ. (πρβλ. κατορθόω): ― ὑπερσ. μετὰ διπλῆς αὐξήσεως ἠνωρθώκειν Λιβάν., ἴδε Λοβ. Φρύνιχ. 154: ἡ διπλὴ αὔξησις εἶναι συνήθης ἐν τῷ συνθέτῳ ἐπανορθόω, πρβλ. συνεπανορθόω. Ἀνεγείρω ἐκ νέου, ἀνακαινίζω, ἀνοικοδομῶ, τὸν νηὸν Ἡρόδ. 1. 19· τὸ τεῖχος 7. 208· καὶ τὸ στρατόπεδον, «ὃ κατεκαύθη ὑπὸ των Συρακοσίων, αὖθις ἀνορθώσαντες διεχείμαζον Θουκ. 6. 88, κτλ.· ὑποβαστάζω τι, κρατῶ τι ὄρθιον, πειρῶ δ’ ἀνορθοῦν σῶμ’ ἐμόν, καγὼ τὸ σὸν Εὐρ. Βάκχ. 364: ― Μέσ., ἀνορθοῦσθαι τὰ πίπτοντα τῶν οἰκοδομημάτων, ἐπὶ τῶν ἐπιμελητῶν, φροντίζω νὰ ἀνακαινίζω τὰ ἑτοιμόρροπα τῶν οἰκοδομημάτων, Ἀριστ. Πολ. 6. 8. 18. 2) ἐπαναφέρω τι εἰς προτέραν αὐτοῦ ἀκμήν, ἀνορθῶ, ἴθ, ὦ βροτῶν ἄριστ’, ἀνόρθωσον πόλιν Σοφ. Ο. Τ. 46. 51, Πλάτ. Νόμ. 919D. 3) ἐπανορθῶ, διορθώνω, σὺ γὰρ μ’ ἀνορθοῖς Εὐρ. Ἱκ. 1228· τὰ ἀλλότρια κακὰ Πλάτ. Πολ. 346Ε.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
ao. ἀνώρθωσα;
rebâtir, relever, restaurer, rétablir.
Étymologie: ἀνά, ὀρθόω.