ἀντέμφασις: Difference between revisions
From LSJ
κακὸν φέρουσι καρπὸν οἱ κακοὶ φίλοι → evil friends bear evil fruit, wicked friends bear wicked fruit, bad friends bear bad fruit
(6_8) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀντέμφᾰσις''': -εως, ἡ, [[διάφορος]] [[ἔμφασις]], Στράβ. 109: [[ἀντίθεσις]], [[διαφορά]], Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 1. 57. - «ἡ διὰ οὐκ ἀναστρέφεται πρὸς ἀντέμφασιν αἰτιατικῆς τῆς Δία» Ἀνέκδ. Ὀξ. τ. 1, σ. 6. 13. | |lstext='''ἀντέμφᾰσις''': -εως, ἡ, [[διάφορος]] [[ἔμφασις]], Στράβ. 109: [[ἀντίθεσις]], [[διαφορά]], Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 1. 57. - «ἡ διὰ οὐκ ἀναστρέφεται πρὸς ἀντέμφασιν αἰτιατικῆς τῆς Δία» Ἀνέκδ. Ὀξ. τ. 1, σ. 6. 13. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> apparence différente;<br /><b>2</b> opposition, antithèse.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντεμφαίνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:42, 9 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A difference of appearance, Str.2.4.8; also pl., ibid.; opposition, antithesis, S.E.M.1.57; distinction, Hdn.Gr.1.941, A.D.Adv.159.19.
German (Pape)
[Seite 246] ἡ, Widerspruch, Gegensatz, Sext. Emp.; entgegengesetzte Erscheinung, Strab.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντέμφᾰσις: -εως, ἡ, διάφορος ἔμφασις, Στράβ. 109: ἀντίθεσις, διαφορά, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 1. 57. - «ἡ διὰ οὐκ ἀναστρέφεται πρὸς ἀντέμφασιν αἰτιατικῆς τῆς Δία» Ἀνέκδ. Ὀξ. τ. 1, σ. 6. 13.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 apparence différente;
2 opposition, antithèse.
Étymologie: ἀντεμφαίνω.