διαδρηστεύω: Difference between revisions
From LSJ
ὁ κόσμος ἀλλοίωσις, ὁ βίος ὑπόληψις → the universe is flux, life is opinion | the universe is transformation: life is opinion | the universe is change, life is a fleeting impression | the universe—mutation: life—opinion
(6_9) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διαδρηστεύω''': ἢ διαδρηπετεύω, [[φεύγω]], [[ἀπέρχομαι]] εἰς τὸ ἕτερον [[μέρος]], αὐτομολῶ· [[λέξις]] προταθεῖσα πρὸς διόρθωσιν τοῦ ἀδιανοήτου καὶ ἀνυπάρκτου διεπρήστευσε ἐν Ἡροδ. 5. 79· πρβλ. [[δραπετεύω]]. | |lstext='''διαδρηστεύω''': ἢ διαδρηπετεύω, [[φεύγω]], [[ἀπέρχομαι]] εἰς τὸ ἕτερον [[μέρος]], αὐτομολῶ· [[λέξις]] προταθεῖσα πρὸς διόρθωσιν τοῦ ἀδιανοήτου καὶ ἀνυπάρκτου διεπρήστευσε ἐν Ἡροδ. 5. 79· πρβλ. [[δραπετεύω]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=s’enfuir.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[δρήστης]], ion. c. [[δράστης]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:42, 9 August 2017
English (LSJ)
or διαδρηπετεύω,
A run off, go over to, suggested emendations for διεπρήστευσε in Hdt.4.79.
German (Pape)
[Seite 577] = διαδιδράσκω, hat man Her. 4, 79 für διαπρηστεύω emendirt.
Greek (Liddell-Scott)
διαδρηστεύω: ἢ διαδρηπετεύω, φεύγω, ἀπέρχομαι εἰς τὸ ἕτερον μέρος, αὐτομολῶ· λέξις προταθεῖσα πρὸς διόρθωσιν τοῦ ἀδιανοήτου καὶ ἀνυπάρκτου διεπρήστευσε ἐν Ἡροδ. 5. 79· πρβλ. δραπετεύω.