ἀνώλεθρος: Difference between revisions

From LSJ

λόγος γέ τοί τις ἔστι τῶν γεραιτέρων, ὅσ' ἂν ἀνόητ' ἢ µῶρα βουλευσώµεθα, ἅπαντ' ἐπὶ τὸ βέλτιον ἡµῖν ξυµφέρειν → there is in fact a saying among the elders, that whatever thoughtless, stupid decisions we make, they all turn out for the best for us

Source
(6_15)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνώλεθρος''': -ον, ([[ὄλεθρος]]) ὁ μὴ ὑποκείμενος εἰς ὄλεθρον, Παρμεν. Ἀποσπ. 57· [[ἀθάνατος]] καὶ [[ἀνώλεθρος]] Ἀναξίμανδρ. 1, Πλάτ. Φαίδων 88Β, 95Β, κ. ἀλλ. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ προξενῶν ὄλεθρον, [[ἀβλαβής]], ὄφεις Παυσ. 10. 17, 12· ἐπὶ συμπτωμάτων, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 5.
|lstext='''ἀνώλεθρος''': -ον, ([[ὄλεθρος]]) ὁ μὴ ὑποκείμενος εἰς ὄλεθρον, Παρμεν. Ἀποσπ. 57· [[ἀθάνατος]] καὶ [[ἀνώλεθρος]] Ἀναξίμανδρ. 1, Πλάτ. Φαίδων 88Β, 95Β, κ. ἀλλ. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ προξενῶν ὄλεθρον, [[ἀβλαβής]], ὄφεις Παυσ. 10. 17, 12· ἐπὶ συμπτωμάτων, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 5.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />indestructible, impérissable.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ὄλεθρος]].
}}
}}

Revision as of 19:43, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνώλεθρος Medium diacritics: ἀνώλεθρος Low diacritics: ανώλεθρος Capitals: ΑΝΩΛΕΘΡΟΣ
Transliteration A: anṓlethros Transliteration B: anōlethros Transliteration C: anolethros Beta Code: a)nw/leqros

English (LSJ)

ον, (ὄλεθρος)

   A indestructible, Parm.8.3; ἀθάνατος καὶ ἀ. Anaximand.15, Pl.Phd.88b,95b, Arist.Mu.396a31, Ocell.1.2; of roots, Thphr.HP3.12.2.    II Act., not deadly, harmless, ὄφεις Paus.10.17.12; of symptoms, not fatal, Aret.SD1.5.

German (Pape)

[Seite 268] (s. ἀνόλεθρος), dem Verderben, Untergang nicht unterworfen, Plat. öfter, neben ἀθάνατος Phaed. 88 b; Sp. – Bei Paus. 10, 17, 6 sind ὄφεις ἀν., deren Biß nicht tödtlich ist.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνώλεθρος: -ον, (ὄλεθρος) ὁ μὴ ὑποκείμενος εἰς ὄλεθρον, Παρμεν. Ἀποσπ. 57· ἀθάνατος καὶ ἀνώλεθρος Ἀναξίμανδρ. 1, Πλάτ. Φαίδων 88Β, 95Β, κ. ἀλλ. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ προξενῶν ὄλεθρον, ἀβλαβής, ὄφεις Παυσ. 10. 17, 12· ἐπὶ συμπτωμάτων, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 5.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
indestructible, impérissable.
Étymologie: ἀ, ὄλεθρος.