ἀντικόπτω: Difference between revisions
ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat
(6_1) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀντικόπτω''': [[ἀντικρούω]], ἀπωθῶ, ἀνθίσταμαι, [[ἐμποδίζω]], 1) ἐπὶ φυσικῶν φαινομένων, μετ’ αἰτιατ., [[ὅταν]] νέφεα... ἀντικόπτῃ [[πνεῦμα]] [[ἐναντίον]] Ἱππ. π. Ἀέρ. 285· ἀπολ., [[ὅταν]] [[πνεῦμα]] ἀντικόψῃ [[νότιον]] Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 13, 13, πρβλ. π. Ζ. Μορ. 1. 1, 36, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 1. 12, 9· ἀντ. ἀλλήλοις, [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἀνέμων, ὁ αὐτ. περὶ Ἀνέμ. 53. 2) ἐπὶ προσώπων, ὁ δὲ Θηραμένης ἀντέκοπτε λέγων... Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 15. 3) ἀπρόσ., ἤν τι ἀντικόψῃ, ἐὰν παρουσιασθῇ κανὲν ἐμπόδιον, [[αὐτόθι]] 2. 3, 31. | |lstext='''ἀντικόπτω''': [[ἀντικρούω]], ἀπωθῶ, ἀνθίσταμαι, [[ἐμποδίζω]], 1) ἐπὶ φυσικῶν φαινομένων, μετ’ αἰτιατ., [[ὅταν]] νέφεα... ἀντικόπτῃ [[πνεῦμα]] [[ἐναντίον]] Ἱππ. π. Ἀέρ. 285· ἀπολ., [[ὅταν]] [[πνεῦμα]] ἀντικόψῃ [[νότιον]] Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 13, 13, πρβλ. π. Ζ. Μορ. 1. 1, 36, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 1. 12, 9· ἀντ. ἀλλήλοις, [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἀνέμων, ὁ αὐτ. περὶ Ἀνέμ. 53. 2) ἐπὶ προσώπων, ὁ δὲ Θηραμένης ἀντέκοπτε λέγων... Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 15. 3) ἀπρόσ., ἤν τι ἀντικόψῃ, ἐὰν παρουσιασθῇ κανὲν ἐμπόδιον, [[αὐτόθι]] 2. 3, 31. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=s’opposer à, résister.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[κόπτω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:43, 9 August 2017
English (LSJ)
A cut down mutually, ἀλλήλους D.C.43.37 (nisi leg. ἀνακ-). II beat back, resist, 1 in a physical sense, c. acc., ὁκόταν νέφεα . . ἀντικόψῃ πνεῦμα ἐναντίον Hp.Aeër. 8: abs., ὅταν πνεῦμα ἀντικόπτῃ νότιον Arist.HA599a1, cf. PA642b1; check growth, ὅταν ἀντικόψῃ ὁ χειμών Thphr.CP1.12.6, cf. Epicur. Ep.1p.11U., al.:—in Pass., meet with resistance, Id.Nat.Herc.908.2; ἀ, ἀλλήλοις, of winds, Thphr.Vent.53. 2 of persons, ὁ δὲ Θηραμένης ἀντέκοπτε λέγων . . X.HG2.3.15, cf. Aristid. Or.43(1).10: c. dat, Phld.Vit.pp 9,25J. 3 of things, ἤν τι ἀντικόψῃ if there be any hindrance, X.HG2.3.31; ἡ πυκνότης ἀ. πρὸς τοῦτο militates against this, Demetr.Lac.Herc.1055.18.
German (Pape)
[Seite 253] entgegen-, zurückstoßen, Theophr., vom Winde; – intr., ἤν τι ἀντικόπτῃ, wenn sich ein Hinderniß zeigt, Xen. Hell. 2, 3, 17; sich widersetzen, 2, 3, 15 ἀντέκοπτε λέγων.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντικόπτω: ἀντικρούω, ἀπωθῶ, ἀνθίσταμαι, ἐμποδίζω, 1) ἐπὶ φυσικῶν φαινομένων, μετ’ αἰτιατ., ὅταν νέφεα... ἀντικόπτῃ πνεῦμα ἐναντίον Ἱππ. π. Ἀέρ. 285· ἀπολ., ὅταν πνεῦμα ἀντικόψῃ νότιον Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 13, 13, πρβλ. π. Ζ. Μορ. 1. 1, 36, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 1. 12, 9· ἀντ. ἀλλήλοις, ὡσαύτως ἐπὶ ἀνέμων, ὁ αὐτ. περὶ Ἀνέμ. 53. 2) ἐπὶ προσώπων, ὁ δὲ Θηραμένης ἀντέκοπτε λέγων... Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 15. 3) ἀπρόσ., ἤν τι ἀντικόψῃ, ἐὰν παρουσιασθῇ κανὲν ἐμπόδιον, αὐτόθι 2. 3, 31.