ὄλυρα: Difference between revisions
Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren
(6_11) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὄλῡρᾰ''': ἡ, τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ. ὄλυραι, [[εἶδος]] κριθώδους ὀψίμου καρποῦ ὁμοίου πρὸς τὴν ζειάν, παρὰ Πλινίῳ arinca (18. 20)· μνημονεύεται δὲ ὡς τροφὴ τῶν ἵππων [[μετὰ]] τῆς κριθῆς (κρῑ), Ἰλ. Ε. 196, Θ. 564· ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Αἰγυπτίοις κατὰ τὸν Ἡρόδ. 2. 36, 77, εἰς παρασκευὴν ἄρτου. Περὶ τῆς ταυτότητος αὐτῆς τῇ ζειᾷ, ἴδε ἐν λ. [[ζειά]]. Ἡ βρόμη ([[βρόμος]]) ἦν [[ἄγνωστος]] τῷ Ὁμ. ― Ὁ τονισμὸς ὀλύρα [[εἶναι]] ἡμαρτημένος, Ἀρκάδ. 194. 14. ― Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 232. | |lstext='''ὄλῡρᾰ''': ἡ, τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ. ὄλυραι, [[εἶδος]] κριθώδους ὀψίμου καρποῦ ὁμοίου πρὸς τὴν ζειάν, παρὰ Πλινίῳ arinca (18. 20)· μνημονεύεται δὲ ὡς τροφὴ τῶν ἵππων [[μετὰ]] τῆς κριθῆς (κρῑ), Ἰλ. Ε. 196, Θ. 564· ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Αἰγυπτίοις κατὰ τὸν Ἡρόδ. 2. 36, 77, εἰς παρασκευὴν ἄρτου. Περὶ τῆς ταυτότητος αὐτῆς τῇ ζειᾷ, ἴδε ἐν λ. [[ζειά]]. Ἡ βρόμη ([[βρόμος]]) ἦν [[ἄγνωστος]] τῷ Ὁμ. ― Ὁ τονισμὸς ὀλύρα [[εἶναι]] ἡμαρτημένος, Ἀρκάδ. 194. 14. ― Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 232. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />sorte de froment <i>ou</i> d’épeautre, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' R. ἈλϜ <i>ou</i> ἈλεϜ, > [[ἀλέω]] moudre. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:43, 9 August 2017
English (LSJ)
(on the accent v. Hdn.Gr.1.262), ἡ, mostly in pl. ὄλυραι,
A = ζειαί (q. v.), Hdt.2.36,77, D.8.45, PHal.20.2 (iii B. C.), LXXEx.9.32, etc. ; mentioned as food for horses along with barley (κρῖ), Il.5.196, 8.564. 2 rice-wheat, a cultural variety of ζειά 2, Thphr.HP8.9.2, Diocl.Fr.113, Dsc.2.91.
German (Pape)
[Seite 328] (ὀλύρα ist falscher Accent, Arcad. p. 194), ἡ, gew. im plur. αἱ ὄλυραι, Bekk, Poll. 7, 21 ὀλῦραι, eine Getreideart, die in der Il. 5, 196 u. 8, 564 (ὀλύρας) als Pferdefutter neben Gerste, κρῖ, genannt wird; nach Her. 2, 77, ἐκ τῶν ὀλυρέων ποιεῦνται ἄρτους, von den Aegyptiern zum Brotbacken gebraucht (vgl. Ath. III, 109 c); nach 2, 36 auch ζειά genannt (ἀπὸ ὀλυρέων ποιεῦνται σιτία, τὰς ζειὰς μετεξέτεροι καλέουσι); ὑπὲρ τῶν μελινῶν καὶ τῶν ὀλυρῶν ἐν τοῖς Θρᾳκίοις σιροῖς Dem. 8, 45. Doch wird sie auch von ζειά, wie von κριθή und πυρός unterschieden, Theophr. und Diosc.; vielleicht das Einkorn oder Emmerkorn. Nach Buttm. Lexil. II p. 198 mit ὀλαί, οὐλαί verwandt.
Greek (Liddell-Scott)
ὄλῡρᾰ: ἡ, τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ. ὄλυραι, εἶδος κριθώδους ὀψίμου καρποῦ ὁμοίου πρὸς τὴν ζειάν, παρὰ Πλινίῳ arinca (18. 20)· μνημονεύεται δὲ ὡς τροφὴ τῶν ἵππων μετὰ τῆς κριθῆς (κρῑ), Ἰλ. Ε. 196, Θ. 564· ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Αἰγυπτίοις κατὰ τὸν Ἡρόδ. 2. 36, 77, εἰς παρασκευὴν ἄρτου. Περὶ τῆς ταυτότητος αὐτῆς τῇ ζειᾷ, ἴδε ἐν λ. ζειά. Ἡ βρόμη (βρόμος) ἦν ἄγνωστος τῷ Ὁμ. ― Ὁ τονισμὸς ὀλύρα εἶναι ἡμαρτημένος, Ἀρκάδ. 194. 14. ― Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 232.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
sorte de froment ou d’épeautre, plante.
Étymologie: R. ἈλϜ ou ἈλεϜ, > ἀλέω moudre.