ὀτρηρός: Difference between revisions

From LSJ

Ἔλπιζε τιμῶν τοὺς θεοὺς πράξειν καλῶς → Spera felicitatem, si deos colas → Erhoffe Wohlergeh'n, wenn du die Götter ehrst

Menander, Monostichoi, 142
(6_4)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀτρηρός''': -ά, -όν, (ἴδε [[ὀτρύνω]]) [[ταχύς]], [[γοργός]], [[εὐκίνητος]], ἐπίθ. τοῦ [[θεράπων]], Ἰλ. Α. 321, Ὀδ. Α. 109, Δ. 23, κτλ., πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 909· ἐπίθ. τῆς ταμίης, Ἰλ. Ζ. 381· μάζῃ ὀτρηρῇ, κωμικῶς, Μάτρων παρ’ Ἀθην. 136D. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὀτρηροί· ἀνδρεῖοι. ταχεῖς. ὀξεῖς. δραστικοί. ὑπήκοοι. πιστοί, σπουδαῖοι». - Ἐπίρρ. -ρῶς, ὀτραλέως, Ὀδ. Δ. 735. ΙΙ. = [[ὀξύς]], κοπτερός, αἰχμηρός, [[ὀδυνηρός]], Ὀππ. Ἁλ. 2. 529.
|lstext='''ὀτρηρός''': -ά, -όν, (ἴδε [[ὀτρύνω]]) [[ταχύς]], [[γοργός]], [[εὐκίνητος]], ἐπίθ. τοῦ [[θεράπων]], Ἰλ. Α. 321, Ὀδ. Α. 109, Δ. 23, κτλ., πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 909· ἐπίθ. τῆς ταμίης, Ἰλ. Ζ. 381· μάζῃ ὀτρηρῇ, κωμικῶς, Μάτρων παρ’ Ἀθην. 136D. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὀτρηροί· ἀνδρεῖοι. ταχεῖς. ὀξεῖς. δραστικοί. ὑπήκοοι. πιστοί, σπουδαῖοι». - Ἐπίρρ. -ρῶς, ὀτραλέως, Ὀδ. Δ. 735. ΙΙ. = [[ὀξύς]], κοπτερός, αἰχμηρός, [[ὀδυνηρός]], Ὀππ. Ἁλ. 2. 529.
}}
{{bailly
|btext=ά, όν :<br />prompt, rapide, agile.<br />'''Étymologie:''' ὀ- prosth. et R. Τρε, être agité ; v. [[τρέω]].
}}
}}

Revision as of 19:44, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀτρηρός Medium diacritics: ὀτρηρός Low diacritics: οτρηρός Capitals: ΟΤΡΗΡΟΣ
Transliteration A: otrērós Transliteration B: otrēros Transliteration C: otriros Beta Code: o)trhro/s

English (LSJ)

ά, όν, (cf. ὀτρύνω)

   A quick, nimble, busy, ready, θεράποντε Il. 1.321, cf. Od.1.109, 4.23, al., Ar.Av.909(lyr.); ταμίη Il.6.381; ὀτρηρὸν . . τὸ ληδάριον ἔχεις, comically, Ar.Av.915; μάζῃ ὀτρηρῇ Matro Conv.92. Adv. -ρῶς, = ὀτραλέως, Od.4.735.    II = ὀξύς, sharp, cutting, ὀδύναι Opp.H.2.529.

German (Pape)

[Seite 405] 1) schnell, flink, rührig; Beiw. von θεράπων, Il. 1, 321, u. öfter in der Od., auch ταμίη, Il. 6, 381; auch adv., ὀτρηρῶς καλεῖν, Od. 4, 735; Ar. sagt Μουσάων θεράπων ὀτρηρὸς κατὰ τὸν Ὅμηρον, Av. 909. – 2) bei Opp. auch = ὀξύς, ὀτρηραῖς ὀδύναις, Hal. 2, 529; – μάζῃ ὀτρηρῇ, bei Matro Ath. IV, 136 d, ist unklar.

Greek (Liddell-Scott)

ὀτρηρός: -ά, -όν, (ἴδε ὀτρύνω) ταχύς, γοργός, εὐκίνητος, ἐπίθ. τοῦ θεράπων, Ἰλ. Α. 321, Ὀδ. Α. 109, Δ. 23, κτλ., πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 909· ἐπίθ. τῆς ταμίης, Ἰλ. Ζ. 381· μάζῃ ὀτρηρῇ, κωμικῶς, Μάτρων παρ’ Ἀθην. 136D. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὀτρηροί· ἀνδρεῖοι. ταχεῖς. ὀξεῖς. δραστικοί. ὑπήκοοι. πιστοί, σπουδαῖοι». - Ἐπίρρ. -ρῶς, ὀτραλέως, Ὀδ. Δ. 735. ΙΙ. = ὀξύς, κοπτερός, αἰχμηρός, ὀδυνηρός, Ὀππ. Ἁλ. 2. 529.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
prompt, rapide, agile.
Étymologie: ὀ- prosth. et R. Τρε, être agité ; v. τρέω.