στρατιωτικός: Difference between revisions

From LSJ

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59
(6_11)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''στρᾰτιωτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς στρατιώτην, οἰκήσεις Πλάτ. Πολ. 415Ε· σκηνὴ Ξεν. Κύρ. 4. 5, 39, κτλ.· [[ὅρκος]] Διον. Ἁλ. 6. 23· χρήματα Δημ. 14. 18· - τὸ στρατιωτικὸν (ἐξυπακ. [[ἀργύριον]]), ὁ μισθὸς τῶν στρατιωτῶν, Δημ. 167. 16· [[ἀλλά]], τὸ στρατιωτικὸν (ἐξυπακ. [[πλῆθος]]), οἱ στρατιῶται, Θουκ. 8. 83· τὰ στρατιωτικὰ (ἐξυπακ. ἔργα, πράγματα), στρατιωτικαὶ ὑποθέσεις, Πλάτ. Ἴων. 540Ε, Ξεν. Κύρ. 2. 1, 22.<br /> ΙΙ. ὁ ἁρμόζων εἰς στρατιώτην, ὡς τὸ [[στρατεύσιμος]], στρ. [[ἡλικία]] [[αὐτόθι]] 6. 2, 37· φίλον εἶχόν τινα στρατιωτικὸν Φοινικίδ. ἐν Ἀδήλ. 1. 5.<br />ΙΙΙ. [[πολεμικός]], [[φιλοπόλεμος]], ἐμπρέπων στρατιώτῃ, ἀρειμάνιος, γένη Ἀριστ. Πολιτ. 2. 9, 7, πρβλ. Πολύβ. 23. 17, 3, ἀντίθετον τῷ [[πολιτικός]], [[αὐτόθι]] 10. 4· ἀλλὰ καὶ τοῦ [[στρατηγικός]], ὁ αὐτ. 3. 105, 9. Β. Ἐπίρρ., ὡς [[στρατιώτης]], στρατιωτικῶς ζῆν Ἰσοκρ. 248Ε· ὡς [[ἄξεστος]] [[στρατιώτης]], ἀγροίκως, κτηνωδῶς, Πολύβ. 22. 21, 6. 2) ἐπὶ πλοίων στρατιωτικότερον παρεσκευασμένοι, [[μᾶλλον]] πρὸς μεταφορὰν στρατιωτῶν ἢ πρὸς ναυμαχίαν, Θουκ. 2. 83.
|lstext='''στρᾰτιωτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς στρατιώτην, οἰκήσεις Πλάτ. Πολ. 415Ε· σκηνὴ Ξεν. Κύρ. 4. 5, 39, κτλ.· [[ὅρκος]] Διον. Ἁλ. 6. 23· χρήματα Δημ. 14. 18· - τὸ στρατιωτικὸν (ἐξυπακ. [[ἀργύριον]]), ὁ μισθὸς τῶν στρατιωτῶν, Δημ. 167. 16· [[ἀλλά]], τὸ στρατιωτικὸν (ἐξυπακ. [[πλῆθος]]), οἱ στρατιῶται, Θουκ. 8. 83· τὰ στρατιωτικὰ (ἐξυπακ. ἔργα, πράγματα), στρατιωτικαὶ ὑποθέσεις, Πλάτ. Ἴων. 540Ε, Ξεν. Κύρ. 2. 1, 22.<br /> ΙΙ. ὁ ἁρμόζων εἰς στρατιώτην, ὡς τὸ [[στρατεύσιμος]], στρ. [[ἡλικία]] [[αὐτόθι]] 6. 2, 37· φίλον εἶχόν τινα στρατιωτικὸν Φοινικίδ. ἐν Ἀδήλ. 1. 5.<br />ΙΙΙ. [[πολεμικός]], [[φιλοπόλεμος]], ἐμπρέπων στρατιώτῃ, ἀρειμάνιος, γένη Ἀριστ. Πολιτ. 2. 9, 7, πρβλ. Πολύβ. 23. 17, 3, ἀντίθετον τῷ [[πολιτικός]], [[αὐτόθι]] 10. 4· ἀλλὰ καὶ τοῦ [[στρατηγικός]], ὁ αὐτ. 3. 105, 9. Β. Ἐπίρρ., ὡς [[στρατιώτης]], στρατιωτικῶς ζῆν Ἰσοκρ. 248Ε· ὡς [[ἄξεστος]] [[στρατιώτης]], ἀγροίκως, κτηνωδῶς, Πολύβ. 22. 21, 6. 2) ἐπὶ πλοίων στρατιωτικότερον παρεσκευασμένοι, [[μᾶλλον]] πρὸς μεταφορὰν στρατιωτῶν ἢ πρὸς ναυμαχίαν, Θουκ. 2. 83.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>I.</b> qui concerne le soldat, de soldat ; <i>subst.</i> :<br /><b>1</b> τὸ στρατιωτικόν (<i>s.e.</i> [[πλῆθος]]) l’armée, la soldatesque ; <i>ou</i> (<i>s.e.</i> [[ἀργύριον]]) la paye du soldat, la solde;<br /><b>2</b> τὰ στρατιωτικά (<i>s.e.</i> ἔργα) les exercices du soldat;<br /><b>II.</b> propre au métier de soldat ; στρατιωτικὴ [[ἡλικία]] XÉN âge du service militaire.<br />'''Étymologie:''' [[στρατιώτης]].
}}
}}

Revision as of 19:44, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρᾰτῐωτικός Medium diacritics: στρατιωτικός Low diacritics: στρατιωτικός Capitals: ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΣ
Transliteration A: stratiōtikós Transliteration B: stratiōtikos Transliteration C: stratiotikos Beta Code: stratiwtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for soldiers, ἔκπωμα Critias 34; οἰκήσεις Pl.R.415e; σκηνή X.Cyr.4.5.39; ὅρκος D.H.6.23; [χρήματα] D.19.291; διδαχή BGU140.15 (ii A.D.); βίος Gal.6.810; βαλλάντιον PSI10.1128 (iii A.D.); τὸ σ. (sc. ἀργύριον) the pay of the forces, D.13.4; but τὸ σ. (sc. πλῆθος) the soldiery, Th.8.83, UPZ110.103 (ii B.C.), Hdn.1.5.8; τὰ στρατιωτικά (sc. ἔργα, πράγματα) military affairs, Pl.Ion 540e, X.Cyr.2.1.22; military funds, ὁ ταμίας τῶν σ. Arist.Ath.47.2, IG22.1009.19, OGI771.44 (Delos, ii B.C.); ταμιεῖον ὃ καὶ -κὸν ἐπωνόμασε,= Lat. aerarium militare, D.C.55.25.    II fit for a soldier, military, like στρατεύσιμος, σ. ἡλικία the military age, X.Cyr.6.2.37; φίλον εἶχόν τινα στρατιωτικόν a military friend, Phoenicid. 4.5; νεανίσκος σ. serving in the army, Gal.6.376. Adv. -κῶς, ζῆν Isoc. 12.79: Comp., of ships, -κώτερον παρεσκευασμένοι equipped rather as troop-ships, Th.2.83.    III warlike, soldierlike, γένη Arist. Pol.1269b25, cf. Plb.22.22.3; -κώτερος ἢ πολιτικώτερος Id.22.10.4; -ωτικὴ προπέτεια, opp. στρατηγικὴ πρόνοια, Id.3.105.9. Adv. -κῶς like a rude soldier, brutally, Id.21.38.2.    IV σ. φάρμακα, κολλύριον, name of certain eye-salves, Aët.7.79; stratioticum, CIL13.10021.199 (Gaul); στρατι<ωτι>κωτέραις ὕλαις dub. cj. in Sever.Clyst.31.

German (Pape)

[Seite 952] zum Krieger od. Soldaten gehörig; ὅρκος στρ., der Soldateneid; zum Kriegsdienste tauglich, ἡλικία, Xen. Cyr. 6, 2, 18; für Krieger brauchbar, οἰκήσεις, Plat. Rep. III, 415 e; – τὸ στρατιωτικόν, sc. πλῆθος, die Kriegerschaar, das Heer, Thuc. 8, 83; – τὰ στρατιωτικά, sc. ἔργα, πράγματα, das Soldaten- od. Kriegswesen, Xen. Cyr. 2, 1, 12 Mem. 3, 5, 21, Plat. Ion 540 e; – χρήματα, Geld für das Heer, im Ggstz der θεωρικά, oft bei Dem. – Thuc. 2, 83 sagt οἱ Κορίνθιοι ἔπλεον μὲν οὐχ ὡς ἐπὶ ναυμαχίαν, ἀλλὰ στρατιωτικώτερον παρεσκευασμένοι ἐς τὴν Ἀκαρνανίαν, mehr zum Landkriege; oft bei Sp., wie Pol., bei denen es auch zuweilen die Bdtg »nach roher Soldaten Weise« annimmt, ἐχρήσατο τῇ τύχῃ στρατιωτικῶς, Pol. 22, 21, 6.

Greek (Liddell-Scott)

στρᾰτιωτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς στρατιώτην, οἰκήσεις Πλάτ. Πολ. 415Ε· σκηνὴ Ξεν. Κύρ. 4. 5, 39, κτλ.· ὅρκος Διον. Ἁλ. 6. 23· χρήματα Δημ. 14. 18· - τὸ στρατιωτικὸν (ἐξυπακ. ἀργύριον), ὁ μισθὸς τῶν στρατιωτῶν, Δημ. 167. 16· ἀλλά, τὸ στρατιωτικὸν (ἐξυπακ. πλῆθος), οἱ στρατιῶται, Θουκ. 8. 83· τὰ στρατιωτικὰ (ἐξυπακ. ἔργα, πράγματα), στρατιωτικαὶ ὑποθέσεις, Πλάτ. Ἴων. 540Ε, Ξεν. Κύρ. 2. 1, 22.
ΙΙ. ὁ ἁρμόζων εἰς στρατιώτην, ὡς τὸ στρατεύσιμος, στρ. ἡλικία αὐτόθι 6. 2, 37· φίλον εἶχόν τινα στρατιωτικὸν Φοινικίδ. ἐν Ἀδήλ. 1. 5.
ΙΙΙ. πολεμικός, φιλοπόλεμος, ἐμπρέπων στρατιώτῃ, ἀρειμάνιος, γένη Ἀριστ. Πολιτ. 2. 9, 7, πρβλ. Πολύβ. 23. 17, 3, ἀντίθετον τῷ πολιτικός, αὐτόθι 10. 4· ἀλλὰ καὶ τοῦ στρατηγικός, ὁ αὐτ. 3. 105, 9. Β. Ἐπίρρ., ὡς στρατιώτης, στρατιωτικῶς ζῆν Ἰσοκρ. 248Ε· ὡς ἄξεστος στρατιώτης, ἀγροίκως, κτηνωδῶς, Πολύβ. 22. 21, 6. 2) ἐπὶ πλοίων στρατιωτικότερον παρεσκευασμένοι, μᾶλλον πρὸς μεταφορὰν στρατιωτῶν ἢ πρὸς ναυμαχίαν, Θουκ. 2. 83.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
I. qui concerne le soldat, de soldat ; subst. :
1 τὸ στρατιωτικόν (s.e. πλῆθος) l’armée, la soldatesque ; ou (s.e. ἀργύριον) la paye du soldat, la solde;
2 τὰ στρατιωτικά (s.e. ἔργα) les exercices du soldat;
II. propre au métier de soldat ; στρατιωτικὴ ἡλικία XÉN âge du service militaire.
Étymologie: στρατιώτης.