μετωποσώφρων: Difference between revisions

From LSJ

χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους → we live under a form of government which does not emulate the institutions of our neighbours

Source
(6_17)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μετωποσώφρων''': -ον, ὁ ἔχων [[μέτωπον]] σῶφρον, ὄψιν σώφρονα, ἐκ μετωποσωφρόνων Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 198, ἐξ εἰκασίας τοῦ Pors., ἀλλ’ ὁ Δινδόρφιος προτείνει διόρθ.: σεσωφρονισμένων.
|lstext='''μετωποσώφρων''': -ον, ὁ ἔχων [[μέτωπον]] σῶφρον, ὄψιν σώφρονα, ἐκ μετωποσωφρόνων Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 198, ἐξ εἰκασίας τοῦ Pors., ἀλλ’ ὁ Δινδόρφιος προτείνει διόρθ.: σεσωφρονισμένων.
}}
{{bailly
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />qui porte la sagesse empreinte sur son visage.<br />'''Étymologie:''' [[μέτωπον]], [[σώφρων]].
}}
}}

Revision as of 19:44, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετωποσώφρων Medium diacritics: μετωποσώφρων Low diacritics: μετωποσώφρων Capitals: ΜΕΤΩΠΟΣΩΦΡΩΝ
Transliteration A: metōposṓphrōn Transliteration B: metōposōphrōn Transliteration C: metoposofron Beta Code: metwposw/frwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος,

   A with modest countenance, A.Supp.198 (cj. Pors.).

German (Pape)

[Seite 164] ονος, mit bescheidener, züchtiger Stirn, τὸ μὴ μάταιον δ' ἐκ μετωποσωφρόνων ἴτω προσώπων, Aesch. Suppl. 195 nach Pors. Conj.

Greek (Liddell-Scott)

μετωποσώφρων: -ον, ὁ ἔχων μέτωπον σῶφρον, ὄψιν σώφρονα, ἐκ μετωποσωφρόνων Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 198, ἐξ εἰκασίας τοῦ Pors., ἀλλ’ ὁ Δινδόρφιος προτείνει διόρθ.: σεσωφρονισμένων.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
qui porte la sagesse empreinte sur son visage.
Étymologie: μέτωπον, σώφρων.