ἐπουρίζω: Difference between revisions
δι' ἐμοῦ βασιλεῖς βασιλεύουσιν, καὶ οἱ δυνάσται γράφουσιν δικαιοσύνην → through me kings rule, and princes dictate justice (Proverbs 8:15, LXX version)
(6_22) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπουρίζω''': ὠθῶ πρὸς τὰ ἐμπρὸς ὡς [[οὔριος]] [[ἄνεμος]], ἐπὶ τῆς θαλάσσης, ἐπουρίζοντος δὲ τοῦ πελάγους καθάπερ τοῦ ποταμίου ῥεύματος διὰ τὴν πλημμυρίδα Στράβ. 143· μεταφ., ἀλλ’ [[οὔτι]] [[ταύτῃ]] σὸν [[φρόνημα]] ἐπούρισας δὲν ἔστρεψας τὸν νοῦν σου ἐπιτυχῶς πρὸς τοῦτο, Εὐρ. Ἀνδρ. 610· [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., [[πνεῦμα]] αἱματηρὸν ἐπουρίσασα, ἐπιπνεύσασα πνοὴν αἵματος (ἐπὶ τῶν Ἐρινύων) Αἰσχύλ. Εὐμ. 137· πρβλ. [[κατουρίζω]]. ΙΙ. ἀμεταβ., κινοῦμαι κατ’ εὐθεῖαν [[πρός]] τι [[μέρος]] ὡς ὑπὸ οὐρίου ἀνέμου, τρέχε κατὰ τοὺς κόρακας ἐπουρίσας Ἀριστοφ. Θεσμ. 1226, πρβλ. Ἐπικρ. ἐν Ἀδήλ. 2. 3· μεταφ., βοηθῶ, ὅσῳπερ ἂν μὴ ἐπουρίσῃ τὸ τῆς τύχης Πλάτ. Ἀλκ. 2. 147Α· πρβλ. [[οὖρος]]. | |lstext='''ἐπουρίζω''': ὠθῶ πρὸς τὰ ἐμπρὸς ὡς [[οὔριος]] [[ἄνεμος]], ἐπὶ τῆς θαλάσσης, ἐπουρίζοντος δὲ τοῦ πελάγους καθάπερ τοῦ ποταμίου ῥεύματος διὰ τὴν πλημμυρίδα Στράβ. 143· μεταφ., ἀλλ’ [[οὔτι]] [[ταύτῃ]] σὸν [[φρόνημα]] ἐπούρισας δὲν ἔστρεψας τὸν νοῦν σου ἐπιτυχῶς πρὸς τοῦτο, Εὐρ. Ἀνδρ. 610· [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., [[πνεῦμα]] αἱματηρὸν ἐπουρίσασα, ἐπιπνεύσασα πνοὴν αἵματος (ἐπὶ τῶν Ἐρινύων) Αἰσχύλ. Εὐμ. 137· πρβλ. [[κατουρίζω]]. ΙΙ. ἀμεταβ., κινοῦμαι κατ’ εὐθεῖαν [[πρός]] τι [[μέρος]] ὡς ὑπὸ οὐρίου ἀνέμου, τρέχε κατὰ τοὺς κόρακας ἐπουρίσας Ἀριστοφ. Θεσμ. 1226, πρβλ. Ἐπικρ. ἐν Ἀδήλ. 2. 3· μεταφ., βοηθῶ, ὅσῳπερ ἂν μὴ ἐπουρίσῃ τὸ τῆς τύχης Πλάτ. Ἀλκ. 2. 147Α· πρβλ. [[οὖρος]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> pousser à l’aide d’un bon vent;<br /><b>2</b> pousser <i>ou</i> faire retomber sur : αἱματηρὸν πνεῦμ’ ἐπ. τινί ESCHL souffler sur qqn une haleine sanglante.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[οὖρος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:45, 9 August 2017
English (LSJ)
=foreg., of the sea,
A waft onwards, Str.3.2.4 : metaph., ὅσῳπερ ἂν λαμπρότερον ἐπουρίσῃ τὸ τῆς τύχης the more freshly the breeze of f
German (Pape)
[Seite 1010] vom günstigen Winde, nachwehen, treiben, das Schiff, auch ἐπουρίζοντος τοῦ πελάγους, wenn das Meer die Schiffe forttreibt, Strab. 3, 2, 4. – Häufiger übertr., ἀλλ' οὔτι ταύτῃ σὸν φρόνημ' ἐπούρισας, du hast deinen Sinn nicht darauf gerichtet, gleichsam mit günstigem Fahrwinde dahin getrieben, Eur. Androm. 611; ὅσῳπερ ἂν μὴ πρότερον ἐπουρίσῃ τὸ τῆς ψυχῆς Plat. Alc. IL, 147 a, nit Bezug auf den vorher gebrauchten Vergleich mi einem Steuermann; πνεῦμα αἱματηρὸν ἐπουρίζειτινί, blutigen Anhauch nachsenden als Fahrwine Aesch. Eum. 132; – intrans., mit gutem Wind segeln, τρέχε κατὰ τοὺς κόρακας ἐπουρίσας, geh mit gutem Winde zum Henker, so schnell wie möglich, Ar. Th. 1226. – Epicrat. bei Ath. XI, 782 f vrbdí ἄνελκε τὴν γραῦν, τὴν νέαν τ' ἐπουρίσας πλήρωσον.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπουρίζω: ὠθῶ πρὸς τὰ ἐμπρὸς ὡς οὔριος ἄνεμος, ἐπὶ τῆς θαλάσσης, ἐπουρίζοντος δὲ τοῦ πελάγους καθάπερ τοῦ ποταμίου ῥεύματος διὰ τὴν πλημμυρίδα Στράβ. 143· μεταφ., ἀλλ’ οὔτι ταύτῃ σὸν φρόνημα ἐπούρισας δὲν ἔστρεψας τὸν νοῦν σου ἐπιτυχῶς πρὸς τοῦτο, Εὐρ. Ἀνδρ. 610· μετὰ συστοίχ. αἰτ., πνεῦμα αἱματηρὸν ἐπουρίσασα, ἐπιπνεύσασα πνοὴν αἵματος (ἐπὶ τῶν Ἐρινύων) Αἰσχύλ. Εὐμ. 137· πρβλ. κατουρίζω. ΙΙ. ἀμεταβ., κινοῦμαι κατ’ εὐθεῖαν πρός τι μέρος ὡς ὑπὸ οὐρίου ἀνέμου, τρέχε κατὰ τοὺς κόρακας ἐπουρίσας Ἀριστοφ. Θεσμ. 1226, πρβλ. Ἐπικρ. ἐν Ἀδήλ. 2. 3· μεταφ., βοηθῶ, ὅσῳπερ ἂν μὴ ἐπουρίσῃ τὸ τῆς τύχης Πλάτ. Ἀλκ. 2. 147Α· πρβλ. οὖρος.
French (Bailly abrégé)
1 pousser à l’aide d’un bon vent;
2 pousser ou faire retomber sur : αἱματηρὸν πνεῦμ’ ἐπ. τινί ESCHL souffler sur qqn une haleine sanglante.
Étymologie: ἐπί, οὖρος.